αίνιγμα
Jump to navigation
Jump to search
See also: αἴνιγμα
Greek
[edit]Etymology
[edit]From the Ancient Greek αἴνιγμα (aínigma).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αίνιγμα • (aínigma) n (plural αινίγματα)
Declension
[edit]Declension of αίνιγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αίνιγμα • | αινίγματα • |
genitive | αινίγματος • | αινιγμάτων • |
accusative | αίνιγμα • | αινίγματα • |
vocative | αίνιγμα • | αινίγματα • |
Derived terms
[edit]- αινιγματικός (ainigmatikós, “enigmatic”)
- αινιγματικότητα f (ainigmatikótita, “obscurity”)
Further reading
[edit]- αίνιγμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el