αναγεννησιακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αναγεννησιακός • (anagennisiakós) m (feminine αναγεννησιακή, neuter αναγεννησιακό)
Declension
[edit]Declension of αναγεννησιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγεννησιακός • | αναγεννησιακή • | αναγεννησιακό • | αναγεννησιακοί • | αναγεννησιακές • | αναγεννησιακά • |
genitive | αναγεννησιακού • | αναγεννησιακής • | αναγεννησιακού • | αναγεννησιακών • | αναγεννησιακών • | αναγεννησιακών • |
accusative | αναγεννησιακό • | αναγεννησιακή • | αναγεννησιακό • | αναγεννησιακούς • | αναγεννησιακές • | αναγεννησιακά • |
vocative | αναγεννησιακέ • | αναγεννησιακή • | αναγεννησιακό • | αναγεννησιακοί • | αναγεννησιακές • | αναγεννησιακά • |
Related terms
[edit]- Αναγέννηση f (Anagénnisi, “Renaissance”)
- and see: αναγεννώ (anagennó, “regenerate”)