αρματωσιά
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρματωσιά • (armatosiá) n (plural αρματωσιές)
Declension
[edit]Declension of αρματωσιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρματωσιά • | αρματωσιές • |
genitive | αρματωσιάς • | αρματωσιών • |
accusative | αρματωσιά • | αρματωσιές • |
vocative | αρματωσιά • | αρματωσιές • |
Related terms
[edit]- see: άρμα n (árma, “chariot, armour, tank”)
Further reading
[edit]- αρματωσιά, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language