αταξίδευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From α- (a-, alpha privative) + ταξιδεύ(ω) (taxidév(o), “to travel”) + -τος (-tos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αταξίδευτος • (ataxídeftos) m (feminine αταξίδευτη, neuter αταξίδευτο)
- untravelled (UK), untraveled (US)
- Antonyms: ταξιδεμένος (taxideménos), πολυταξιδεμένος (polytaxideménos), πολυτάξιδος (polytáxidos)
Declension
[edit]Declension of αταξίδευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αταξίδευτος • | αταξίδευτη • | αταξίδευτο • | αταξίδευτοι • | αταξίδευτες • | αταξίδευτα • |
genitive | αταξίδευτου • | αταξίδευτης • | αταξίδευτου • | αταξίδευτων • | αταξίδευτων • | αταξίδευτων • |
accusative | αταξίδευτο • | αταξίδευτη • | αταξίδευτο • | αταξίδευτους • | αταξίδευτες • | αταξίδευτα • |
vocative | αταξίδευτε • | αταξίδευτη • | αταξίδευτο • | αταξίδευτοι • | αταξίδευτες • | αταξίδευτα • |
Related terms
[edit]- ταξιδεύω (taxidévo, “travel”)
- and see: ταξίδι n (taxídi, “journey, trip”)
Further reading
[edit]- αταξίδευτος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αταξίδευτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language