προσκαλεσμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- προσκεκλημένος (proskekliménos) (more formal, with internal recuplication)
Etymology
[edit]Perfect participle of προσκαλούμαι (proskaloúmai), passive voice of προσκαλώ (“invite”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]προσκαλεσμένος • (proskalesménos) m (feminine προσκαλεσμένη, neuter προσκαλεσμένο)
- who has been invited
Declension
[edit]Declension of προσκαλεσμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσκαλεσμένος • | προσκαλεσμένη • | προσκαλεσμένο • | προσκαλεσμένοι • | προσκαλεσμένες • | προσκαλεσμένα • |
genitive | προσκαλεσμένου • | προσκαλεσμένης • | προσκαλεσμένου • | προσκαλεσμένων • | προσκαλεσμένων • | προσκαλεσμένων • |
accusative | προσκαλεσμένο • | προσκαλεσμένη • | προσκαλεσμένο • | προσκαλεσμένους • | προσκαλεσμένες • | προσκαλεσμένα • |
vocative | προσκαλεσμένε • | προσκαλεσμένη • | προσκαλεσμένο • | προσκαλεσμένοι • | προσκαλεσμένες • | προσκαλεσμένα • |