ριζοσπαστικοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ριζοσπαστικοποίηση • (rizospastikopoíisi) f (uncountable)
Declension
[edit] ριζοσπαστικοποίηση
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ριζοσπαστικοποίηση • |
genitive | ριζοσπαστικοποίησης • |
accusative | ριζοσπαστικοποίηση • |
vocative | ριζοσπαστικοποίηση • |
Related terms
[edit]- see: ριζοσπάστης m (rizospástis, “radical”)