ρινολογία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ρινολογία • (rinología) f
Declension
[edit]Declension of ρινολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρινολογία • | ρινολογίες • |
genitive | ρινολογίας • | ρινολογιών • |
accusative | ρινολογία • | ρινολογίες • |
vocative | ρινολογία • | ρινολογίες • |
Related terms
[edit]- ρινολογικός (rinologikós)
- ρινολόγος (rinológos)