ωριμότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek ὡριμότης (hōrimótēs), equivalent to ώριμος (órimos, “mature, ripe”) + -ότητα (-ótita, “-ty, -ness”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ωριμότητα • (orimótita) f (plural ωριμότητες)
- maturity, ripeness (quality of being mature)
- Επέδειξε μεγάλη ωριμότητα στην απόφασή του.
- Epédeixe megáli orimótita stin apófasí tou.
- He showed great maturity in his decision.
Declension
[edit]Declension of ωριμότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ωριμότητα • | ωριμότητες • |
genitive | ωριμότητας • | ωριμοτήτων • |
accusative | ωριμότητα • | ωριμότητες • |
vocative | ωριμότητα • | ωριμότητες • |
Antonyms
[edit]- ανωριμότητα f (anorimótita, “immaturity”)