αγέλαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From α- (a-, “not”) + γελαστός (gelastós, “cheerful”).
Adjective
[edit]αγέλαστος • (agélastos) m (feminine αγέλαστη, neuter αγέλαστο)
Declension
[edit]Declension of αγέλαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγέλαστος • | αγέλαστη • | αγέλαστο • | αγέλαστοι • | αγέλαστες • | αγέλαστα • |
genitive | αγέλαστου • | αγέλαστης • | αγέλαστου • | αγέλαστων • | αγέλαστων • | αγέλαστων • |
accusative | αγέλαστο • | αγέλαστη • | αγέλαστο • | αγέλαστους • | αγέλαστες • | αγέλαστα • |
vocative | αγέλαστε • | αγέλαστη • | αγέλαστο • | αγέλαστοι • | αγέλαστες • | αγέλαστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγέλαστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγέλαστος, etc.) |
Related terms
[edit]- see: γελάω (geláo, “I laugh”)