αδαμάντινος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀδαμάντινος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἀδαμάντινος (adamántinos, “sense: hard as adamant, steal”) and semantic loan from English adamantine < Latin adamantinus < Ancient Greek ἀδαμάντινος (adamántinos).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αδαμάντινος • (adamántinos) m (feminine αδαμάντινη, neuter αδαμάντινο)
- made of diamond
- Synonym: (less formal) διαμαντένιος (diamanténios)
- adamantine
- (figuratively) adamant, firm, unflinching
- Synonym: αδάμαστος (adámastos)
Declension
[edit]Declension of αδαμάντινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδαμάντινος • | αδαμάντινη • | αδαμάντινο • | αδαμάντινοι • | αδαμάντινες • | αδαμάντινα • |
genitive | αδαμάντινου • | αδαμάντινης • | αδαμάντινου • | αδαμάντινων • | αδαμάντινων • | αδαμάντινων • |
accusative | αδαμάντινο • | αδαμάντινη • | αδαμάντινο • | αδαμάντινους • | αδαμάντινες • | αδαμάντινα • |
vocative | αδαμάντινε • | αδαμάντινη • | αδαμάντινο • | αδαμάντινοι • | αδαμάντινες • | αδαμάντινα • |
Derived terms
[edit]- αδαμάντινοι γάμοι m pl (adamántinoi gámoi, “diamond anniversary”)
Related terms
[edit]- αδαμαντίνη f (adamantíni, “enamel”)
and see
- the formal αδάμαντας (adámantas, “diamond”) / αδάμας (adámas) for stem αδαμαντ-
- διαμάντι n (diamánti) for stem διαμαντ-
References
[edit]- ^ αδαμάντινος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- αδαμάντινος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms borrowed from Ancient Greek
- Greek learned borrowings from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from English
- Greek terms derived from English
- Greek terms derived from Latin
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ος-η-ο