ακατάσβεστος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀκατάσβεστος
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ακατάσβηστος (akatásvistos) (less common)
Etymology
[edit]Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀκατάσβεστος (akatásbestos) and semantic loan from French inextinguible.[1] From privative ἀ- (a-) + κατασβέννυμι (katasbénnumi, “extinguish completely”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ακατάσβεστος • (akatásvestos) m (feminine ακατάσβεστη, neuter ακατάσβεστο)
Declension
[edit]Declension of ακατάσβεστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάσβεστος • | ακατάσβεστη • | ακατάσβεστο • | ακατάσβεστοι • | ακατάσβεστες • | ακατάσβεστα • |
genitive | ακατάσβεστου • | ακατάσβεστης • | ακατάσβεστου • | ακατάσβεστων • | ακατάσβεστων • | ακατάσβεστων • |
accusative | ακατάσβεστο • | ακατάσβεστη • | ακατάσβεστο • | ακατάσβεστους • | ακατάσβεστες • | ακατάσβεστα • |
vocative | ακατάσβεστε • | ακατάσβεστη • | ακατάσβεστο • | ακατάσβεστοι • | ακατάσβεστες • | ακατάσβεστα • |
Synonyms
[edit]- άσβεστος (ásvestos)
Related terms
[edit]- and see: σβήνω (svíno, “extinguish”)
References
[edit]- ^ ακατάσβεστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language