απαρηγόρητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]α- (a-) + παρηγοριά (parigoriá, “consolation”) + -τος (-tos)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]απαρηγόρητος • (aparigóritos) m (feminine απαρηγόρητη, neuter απαρηγόρητο)
- inconsolable, disconsolate, unconsoled
- Synonym: απαραμύθητος (aparamýthitos)
- Antonym: παρήγορος (parígoros)
Declension
[edit]Declension of απαρηγόρητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρηγόρητος • | απαρηγόρητη • | απαρηγόρητο • | απαρηγόρητοι • | απαρηγόρητες • | απαρηγόρητα • |
genitive | απαρηγόρητου • | απαρηγόρητης • | απαρηγόρητου • | απαρηγόρητων • | απαρηγόρητων • | απαρηγόρητων • |
accusative | απαρηγόρητο • | απαρηγόρητη • | απαρηγόρητο • | απαρηγόρητους • | απαρηγόρητες • | απαρηγόρητα • |
vocative | απαρηγόρητε • | απαρηγόρητη • | απαρηγόρητο • | απαρηγόρητοι • | απαρηγόρητες • | απαρηγόρητα • |
Related terms
[edit]- απαρηγορήτως (aparigorítos, “disconsolately, inconsolably”)