αποφασίζω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αποφασίζω • (apofasízo) (past αποφάσισα, passive αποφασίζομαι)
- to decide, resolve, reach a verdict
- Μερικές φορές αποφασίζω να μην πάρω ομπρέλα. ― Merikés forés apofasízo na min páro ompréla. ― Sometimes I decide to not take an umbrella.
Conjugation
[edit]αποφασίζω αποφασίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποφασίζω | αποφασίσω | αποφασίζομαι | αποφασιστώ |
2 sg | αποφασίζεις | αποφασίσεις | αποφασίζεσαι | αποφασιστείς |
3 sg | αποφασίζει | αποφασίσει | αποφασίζεται | αποφασιστεί |
1 pl | αποφασίζουμε, [‑ομε] | αποφασίσουμε, [‑ομε] | αποφασίζόμαστε | αποφασιστούμε |
2 pl | αποφασίζετε | αποφασίσετε | αποφασίζεστε, αποφασίζόσαστε | αποφασιστείτε |
3 pl | αποφασίζουν(ε) | αποφασίσουν(ε) | αποφασίζονται | αποφασιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποφάσιζα | αποφάσισα | αποφασίζόμουν(α) | αποφασίστηκα |
2 sg | αποφάσιζες | αποφάσισες | αποφασίζόσουν(α) | αποφασίστηκες |
3 sg | αποφάσιζε | αποφάσισε | αποφασίζόταν(ε) | αποφασίστηκε |
1 pl | αποφασίζαμε | αποφασίσαμε | αποφασίζόμασταν, (‑όμαστε) | αποφασιστήκαμε |
2 pl | αποφασίζατε | αποφασίσατε | αποφασίζόσασταν, (‑όσαστε) | αποφασιστήκατε |
3 pl | αποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε) | αποφάσισαν, αποφασίσαν(ε) | αποφασίζονταν, (αποφασίζόντουσαν) | αποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποφασίζω ➤ | θα αποφασίσω ➤ | θα αποφασίζομαι ➤ | θα αποφασιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποφασίζεις, … | θα αποφασίσεις, … | θα αποφασίζεσαι, … | θα αποφασιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποφασίσει έχω, έχεις, … αποφασισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποφασιστεί είμαι, είσαι, … αποφασισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποφασίσει είχα, είχες, … αποφασισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποφασιστεί ήμουν, ήσουν, … αποφασισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποφασίσει θα έχω, θα έχεις, … αποφασισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποφασιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αποφασισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποφάσιζε | αποφάσισε | — | αποφασίσου |
2 pl | αποφασίζετε | αποφασίστε | αποφασίζεστε | αποφασιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποφασίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποφασίσει ➤ | αποφασισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποφασίσει | αποφασιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αποφαίνομαι (apofaínomai, “to adjudicate”)
- απόφαση f (apófasi, “decision, verdict”)
- αποφασισμένος (apofasisménos, “determined”, adjective)
- αποφασιστικός (apofasistikós, “decisive”, adjective)
- αποφασιστικότητα f (apofasistikótita, “decisiveness”)