βελτιστοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from βελτιστοποιώ (veltistopoió) + -ση (-si).[1] Also analyzable as βέλτιστ(ος) (véltist(os)) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]βελτιστοποίηση • (veltistopoíisi) f (plural βελτιστοποιήσεις)
Declension
[edit]Declension of βελτιστοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | βελτιστοποίηση • | βελτιστοποιήσεις • | |
genitive | βελτιστοποίησης • | βελτιστοποιήσεων • | |
accusative | βελτιστοποίηση • | βελτιστοποιήσεις • | |
vocative | βελτιστοποίηση • | βελτιστοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: βελτιστοποιήσεως • |
References
[edit]- ^ βελτιστοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language