βελτιστοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from βελτιστοποιώ (veltistopoió) +‎ -ση (-si).[1] Also analyzable as βέλτιστ(ος) (véltist(os)) +‎ -ο- (-o-) +‎ -ποίηση (-poíisi).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vel.ti.stoˈpi.i.si/
  • Hyphenation: βελ‧τι‧στο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

βελτιστοποίηση (veltistopoíisif (plural βελτιστοποιήσεις)

  1. optimization

Declension

[edit]

References

[edit]
  1. ^ βελτιστοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language