δαιδαλώδης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δαιδαλώδης • (daidalódis) m (feminine δαιδαλώδης, neuter δαιδαλώδες)
- labyrinthine (resembling a labyrinth)
Declension
[edit]Declension of δαιδαλώδης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δαιδαλώδης • | δαιδαλώδης • | δαιδαλώδες • | δαιδαλώδεις • | δαιδαλώδεις • | δαιδαλώδη • |
genitive | δαιδαλώδους • / δαιδαλώδη • | δαιδαλώδους • | δαιδαλώδους • | δαιδαλωδών • | δαιδαλωδών • | δαιδαλωδών • |
accusative | δαιδαλώδη • | δαιδαλώδη • | δαιδαλώδες • | δαιδαλώδεις • | δαιδαλώδεις • | δαιδαλώδη • |
vocative | δαιδαλώδη • / δαιδαλώδης • | δαιδαλώδης • | δαιδαλώδες • | δαιδαλώδεις • | δαιδαλώδεις • | δαιδαλώδη • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δαιδαλώδης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δαιδαλώδης, etc.) |
Synonyms
[edit]- λαβυρινθώδης (lavyrinthódis)
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- δαιδαλώδης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language