εξερευνώ
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐξερευνῶ
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ἐξερευνῶ (exereunô) < ἐξ (ex) + ἐρευνῶ (ereunô). A semantic loan from French explorer or from English explore.[1] By surface analysis, εξ- (ex-, “from”) + ερευνώ (erevnó, “search, investigage”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εξερευνώ • (exerevnó) / εξερευνάω (past εξερεύνησα, passive εξερευνώμαι, p‑past εξερευνήθηκα, ppp εξερευνημένος)
- to explore, investigate
- Εξερευνώ όλες τις δυνατότητες. ― Exerevnó óles tis dynatótites. ― I explore all the possibilities.
Conjugation
[edit]A formal verb, with a less common colloquial present ending -άω, εξερευνάω (exerevnáo). Compare to ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó).
εξερευνώ / εξερευνάω, εξερευνώμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξερευνώ, εξερευνάω1 | εξερευνήσω | εξερευνώμαι | εξερευνηθώ |
2 sg | εξερευνάς | εξερευνήσεις | εξερευνάσαι | εξερευνηθείς |
3 sg | εξερευνά, εξερευνάει | εξερευνήσει | εξερευνάται | εξερευνηθεί |
1 pl | εξερευνούμε, εξερευνάμε | εξερευνήσουμε, [‑ομε] | εξερευνόμαστε, {‑ώμεθα} | εξερευνηθούμε |
2 pl | εξερευνάτε | εξερευνήσετε | εξερευνάστε, {‑άσθε} | εξερευνηθείτε |
3 pl | εξερευνούν(ε), εξερευνάνε, εξερευνάν | εξερευνήσουν(ε) | εξερευνώνται | εξερευνηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξερευνούσα | εξερεύνησα | — | εξερευνήθηκα |
2 sg | εξερευνούσες | εξερεύνησες | — | εξερευνήθηκες |
3 sg | εξερευνούσε | εξερεύνησε | {εξερευνάτο} | εξερευνήθηκε |
1 pl | εξερευνούσαμε | εξερευνήσαμε | — | εξερευνηθήκαμε |
2 pl | εξερευνούσατε | εξερευνήσατε | — | εξερευνηθήκατε |
3 pl | εξερευνούσαν(ε) | εξερεύνησαν, εξερευνήσαν(ε) | {εξερευνώντο} | εξερευνήθηκαν, εξερευνηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξερευνώ, θα εξερευνάω ➤ | θα εξερευνήσω ➤ | θα εξερευνώμαι ➤ | θα εξερευνηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξερευνάς, … | θα εξερευνήσεις, … | θα εξερευνάσαι, … | θα εξερευνηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξερευνήσει έχω, έχεις, … εξερευνημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξερευνηθεί είμαι, είσαι, … εξερευνημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξερευνήσει είχα, είχες, … εξερευνημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξερευνηθεί ήμουν, ήσουν, … εξερευνημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξερευνήσει θα έχω, θα έχεις, … εξερευνημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξερευνηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξερευνημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εξερεύνα | εξερεύνησε | — | εξερευνήσου |
2 pl | εξερευνάτε | εξερευνήστε | (εξερευνάστε), {εξερευνάσθε} | εξερευνηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξερευνώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξερευνήσει ➤ | εξερευνημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξερευνήσει | εξερευνηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Second forms are colloquial but less common for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ανεξερεύνητος (anexerévnitos, “not explorable; unexplored”)
- εξερεύνηση f (exerévnisi, “exploration”)
- εξερευνητής m (exerevnitís, “explorer”) / εξερευνήτρια f (exerevnítria)
- εξερευνητικός (exerevnitikós, “explorative”)
- εξερευνημένος (exerevniménos, “explored”, participle)
- εξερευνήσιμος (exerevnísimos, “explorable; explored”)
and see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, “search, investigate”)
References
[edit]- ^ εξερευνώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek semantic loans from English
- Greek terms derived from English
- Greek terms prefixed with εξ-
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek terms with usage examples
- Greek verbs conjugating like 'εξερευνώ'