καμωμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Passive perfect participle of κάνω, κάμνω (“do, make”), a verb with no passive forms.[1]
Also, from Byzantine Greek καμωμένος (kamōménos), perfect passive participle of κάμνω (kámno)[2] Also see the verb καμώνομαι (kamónomai, “I pretend”), without active forms, Mediaeval also with active form καμώνω (kamṓnō),[3] [4] [5]
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]καμωμένος • (kamoménos) m (feminine καμωμένη, neuter καμωμένο)
Declension
[edit]Declension of καμωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καμωμένος • | καμωμένη • | καμωμένο • | καμωμένοι • | καμωμένες • | καμωμένα • |
genitive | καμωμένου • | καμωμένης • | καμωμένου • | καμωμένων • | καμωμένων • | καμωμένων • |
accusative | καμωμένο • | καμωμένη • | καμωμένο • | καμωμένους • | καμωμένες • | καμωμένα • |
vocative | καμωμένε • | καμωμένη • | καμωμένο • | καμωμένοι • | καμωμένες • | καμωμένα • |
Synonyms
[edit]- φτιαγμένος (ftiagménos)
- near-synonym:: δημιουργημένος (dimiourgiménos, “created”)
Antonyms
[edit]- ακάμωτος (akámotos)
near-antonyms:
- αδημιούργητος (adimioúrgitos, “not created”)
- άπλαστος (áplastos, “unformed, not created”)
References
[edit]- ^ κάνω (& καμωμένος), in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ κάμνω (& καμωμένος) - Kriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) [Concise Dictionary of the Kriaras' Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (1100–1669) Vols. 1–14. Vols 15- under I. Kazazes.)] (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)
- ^ καμώνω - Kriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) [Concise Dictionary of the Kriaras' Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (1100–1669) Vols. 1–14. Vols 15- under I. Kazazes.)] (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)
- ^ καμώνομαι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ καμωμένος - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
According to the dictionary, the Mediaeval καμωμένος is a passive perfect participle of καμώνω (kamṓnō).