καρυότυπος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]καρυότυπος • (karyótypos) m (plural καρυότυποι)
Declension
[edit]Declension of καρυότυπος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | καρυότυπος • | καρυότυποι • | |
genitive | καρυότυπου •, καρυοτύπου • | καρυότυπων •, καρυοτύπων • | |
accusative | καρυότυπο • | καρυότυπους •, καρυοτύπους • | |
vocative | καρυότυπε • | καρυότυποι • | |
Second forms are formal. |