λιπόθυμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]λιπόθυμος • (lipóthymos) m (feminine λιπόθυμη, neuter λιπόθυμο)
Declension
[edit]Declension of λιπόθυμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λιπόθυμος • | λιπόθυμη • | λιπόθυμο • | λιπόθυμοι • | λιπόθυμες • | λιπόθυμα • |
genitive | λιπόθυμου • | λιπόθυμης • | λιπόθυμου • | λιπόθυμων • | λιπόθυμων • | λιπόθυμων • |
accusative | λιπόθυμο • | λιπόθυμη • | λιπόθυμο • | λιπόθυμους • | λιπόθυμες • | λιπόθυμα • |
vocative | λιπόθυμε • | λιπόθυμη • | λιπόθυμο • | λιπόθυμοι • | λιπόθυμες • | λιπόθυμα • |
Related terms
[edit]- see: λιποθυμώ (lipothymó, “to faint”)