οπτόπλινθος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]οπτόπλινθος • (optóplinthos) f (plural οπτόπλινθοι)
Declension
[edit]Declension of οπτόπλινθος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οπτόπλινθος • | οπτόπλινθοι • |
genitive | οπτοπλίνθου • | οπτοπλίνθων • |
accusative | οπτόπλινθο • | οπτοπλίνθους • |
vocative | οπτόπλινθε •, οπτόπλινθο • | οπτόπλινθοι • |
See also
[edit]- see: πλίνθος f (plínthos)