περιέργεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek περιεργία (periergía).
Noun
[edit]περιέργεια • (periérgeia) f (uncountable)
- curiosity, inquisitiveness
- Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. (English proverb) ― I periérgeia skótose ti gáta. ― Curiosity killed the cat.
Declension
[edit] περιέργεια
case \ number | singular |
---|---|
nominative | περιέργεια • |
genitive | περιέργειας • |
accusative | περιέργεια • |
vocative | περιέργεια • |
Related terms
[edit]- απεριέργεια f (aperiérgeia, “incuriosity”)
- απερίεργος (aperíergos, “incurious”, adjective)
- η περιέργεια σκότωσε τη γάτα (i periérgeia skótose ti gáta, “curiosity killed the cat”)
- περίεργα (períerga, “curiously”)
- περιεργάζομαι (periergázomai, “to scrutinise, to inspect”)
- περίεργος (períergos, “curious”)
- περιέργως (periérgos, “curiously”)