πληθωρισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]πληθωρισμός • (plithorismós) m (plural πληθωρισμοί)
- (economics) inflation
- Antonyms: αποπληθωρισμός (apoplithorismós), αντιπληθωρισμός (antiplithorismós)
Declension
[edit]Declension of πληθωρισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πληθωρισμός • | πληθωρισμοί • |
genitive | πληθωρισμού • | πληθωρισμών • |
accusative | πληθωρισμό • | πληθωρισμούς • |
vocative | πληθωρισμέ • | πληθωρισμοί • |
Related terms
[edit]- see: πλήθος n (plíthos, “a lot”)
Further reading
[edit]- πληθωρισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el