πρόσφατος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek πρόσφατος (prósphatos).
Adjective
[edit]πρόσφατος • (prósfatos) m
- recent
- πρόσφατες αλλαγές ― prósfates allagés ― recent changes
Declension
[edit]Declension of πρόσφατος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρόσφατος • | πρόσφατη • | πρόσφατο • | πρόσφατοι • | πρόσφατες • | πρόσφατα • |
genitive | πρόσφατου • | πρόσφατης • | πρόσφατου • | πρόσφατων • | πρόσφατων • | πρόσφατων • |
accusative | πρόσφατο • | πρόσφατη • | πρόσφατο • | πρόσφατους • | πρόσφατες • | πρόσφατα • |
vocative | πρόσφατε • | πρόσφατη • | πρόσφατο • | πρόσφατοι • | πρόσφατες • | πρόσφατα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρόσφατος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρόσφατος, etc.) |