ρευστός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ρευστός • (refstós) m (feminine ρευστή, neuter ρευστό)
- liquid, fluid
- Coordinate terms: ευφραδής (effradís), με ευχέρεια (me efchéreia)
Declension
[edit]Declension of ρευστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρευστός • | ρευστή • | ρευστό • | ρευστοί • | ρευστές • | ρευστά • |
genitive | ρευστού • | ρευστής • | ρευστού • | ρευστών • | ρευστών • | ρευστών • |
accusative | ρευστό • | ρευστή • | ρευστό • | ρευστούς • | ρευστές • | ρευστά • |
vocative | ρευστέ • | ρευστή • | ρευστό • | ρευστοί • | ρευστές • | ρευστά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρευστός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρευστός, etc.) |
Further reading
[edit]- ρευστός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language