Back-formation from the feminine noun χρονολογ(ία) ( chronolog(ía) ) + -ώ ( -ó ) .
IPA (key ) : /xronoloˈɣo/
Hyphenation: χρο‧νο‧λο‧γώ
χρονολογώ • (chronologó ) (past χρονολόγησα , passive χρονολογούμαι )
to chronologize , date
Αυτός ο ναός χρονολογείται γύρω στο 200 προ Χριστού. Aftós o naós chronologeítai gýro sto 200 pro Christoú. This temple is dated to around 200 B.C.
to date , write the date
Χρονολόγησε τις αιτήσεις και βάλ’ τες στο συρτάρι.Chronológise tis aitíseis kai vál’ tes sto syrtári.Write the date on the petitions and put them in the drawer.
χρονολογώ , χρονολογούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
χρονολογώ
χρονολογήσω
χρονολογούμαι
χρονολογηθώ
2 sg
χρονολογείς
χρονολογήσεις
χρονολογείσαι
χρονολογηθείς
3 sg
χρονολογεί
χρονολογήσει
χρονολογείται
χρονολογηθεί
1 pl
χρονολογούμε
χρονολογήσουμε , [-ομε ]
χρονολογούμαστε
χρονολογηθούμε
2 pl
χρονολογείτε
χρονολογήσετε
χρονολογείστε
χρονολογηθείτε
3 pl
χρονολογούν (ε )
χρονολογήσουν (ε )
χρονολογούνται
χρονολογηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
χρονολογούσα
χρονολόγησα
[χρονολογούμουν (α )]
χρονολογήθηκα
2 sg
χρονολογούσες
χρονολόγησες
[χρονολογούσουν (α )]
χρονολογήθηκες
3 sg
χρονολογούσε
χρονολόγησε
χρονολογούνταν , {χρονολογείτο }
χρονολογήθηκε
1 pl
χρονολογούσαμε
χρονολογήσαμε
χρονολογούμασταν , (‑ούμαστε )
χρονολογηθήκαμε
2 pl
χρονολογούσατε
χρονολογήσατε
[χρονολογούσασταν , (‑ούσαστε )]
χρονολογηθήκατε
3 pl
χρονολογούσαν (ε )
χρονολόγησαν , χρονολογήσαν (ε )
χρονολογούνταν , {χρονολογούντο }
χρονολογήθηκαν , χρονολογηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα χρονολογώ ➤
θα χρονολογήσω ➤
θα χρονολογούμαι ➤
θα χρονολογηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα χρονολογείς , …
θα χρονολογήσεις , …
θα χρονολογείσαι , …
θα χρονολογηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … χρονολογήσει έχω, έχεις, … χρονολογημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … χρονολογηθεί είμαι , είσαι , … χρονολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … χρονολογήσει είχα, είχες, … χρονολογημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … χρονολογηθεί ήμουν , ήσουν , … χρονολογημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … χρονολογήσει θα έχω, θα έχεις, … χρονολογημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … χρονολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … χρονολογημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
χρονολόγησε
—
χρονολογήσου
2 pl
χρονολογείτε
χρονολογήστε
χρονολογείστε
χρονολογηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
χρονολογώντας ➤
χρονολογούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας χρονολογήσει ➤
χρονολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
χρονολογήσει
χρονολογηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.