dbo:abstract
|
- تعرف المخالفة في كرة القدم بأنها كل تصرف خارج عن قواعد اللعب النظيف داخل الملعب وبموجبها يطلق الحكم صافرته إعلانًا عن منح خطأ لصالح أحد الفريقين. وللمخالفة في كرة القدم عدة أشكال فمثلًا عندما يقوم أحد لاعبي الفريقين بدفع أو إسقاط لاعب الفريق الخصم الحامل للكرة فهذه تعتبر مخالفة يتم الإعلان عنها عن طريق الحكم. (ar)
- Der Ausdruck Foul (englisch foul „schlecht“, „schmutzig“ → protogermanisch von fūlaz = faul, verrottet) bezeichnet im Sport – außer im Baseball – ein regelwidriges Verhalten: Ein Spieler missachtet während des laufenden Spieles eigene Pflichten oder gegnerische Rechte, wirkt auf einen Gegenspieler unsportlich ein und/oder er verhindert auf inkorrekte Weise einen unmittelbar bevorstehenden Erfolg des Gegners. Ein Spieler kann ein Foul absichtlich oder unabsichtlich als Folge einer missglückten regelgerechten Aktion begehen. Auch Fahrlässigkeit ist möglich. Ein Foul hat in den meisten Sportarten eine Spielunterbrechung durch den Schiedsrichter zur Folge. Je nach Spielregeln und Schwere eines Fouls soll es mit einer Strafe belegt werden. Dies sind je nach Sportart verschiedene Bevorteilungen der durch das Foul benachteiligten Mannschaft, z. B. durch Freistoß, Freiwurf, Raumgewinn oder Strafpunkte sowie zusätzliche optionale oder auch obligatorische Personenstrafen wie Gelbe Karte (Verwarnung), Rote Karte (Ausschluss vom Spiel), Zeitstrafe (zeitweiliger Ausschluss vom Spiel). Beim Snooker dient ein Foul als strategisches Mittel und ist sogar von zentraler Bedeutung, da das Provozieren eines Fouls meist einen Snooker voraussetzt, wonach das Spiel benannt ist. Dabei werden dem Gegner des Foulbegehenden stets Punkte gutgeschrieben. (de)
- Οι παραβάσεις (φάουλ) και οι ανάρμοστες συμπεριφορές στο ποδόσφαιρο είναι ενέργειες, που διαπράττονται από παίκτες, οι οποίοι κρίνονται από τον διαιτητή ως υπαίτιοι και στη συνέχεια τιμωρούνται. Ένα παράπτωμα μπορεί να είναι παράβαση, ανάρμοστη συμπεριφορά ή και τα δύο, ανάλογα με τη φύση του παραπτώματος και τις περιστάσεις υπό τις οποίες εμφανίζεται. Οι παραβάσεις (φάουλ) και οι ανάρμοστες συμπεριφορές αναφέρονται στο 12ο Κανόνα του παιχνιδιού. Ως φάουλ (foul) χαρακτηρίζεται μια άδικη ενέργεια, που παρατηρείται από τον διαιτητή, όταν ένας παίκτης παραβιάζει τους Κανόνες του παιχνιδιού. Τα φάουλ τιμωρούνται με την παραχώρηση ελεύθερου λακτίσματος (ενδεχομένως πέναλτι) στην αντίπαλη ομάδα. Ένας κατάλογος συγκεκριμένων παραπτωμάτων, που μπορεί να είναι φάουλ περιγράφονται λεπτομερώς στον 12ο Κανόνα του παιχνιδιού και αφορούν κυρίως το υπερβολικά επιθετικό φυσικό παιχνίδι και την παράβαση επαφής της μπάλας με το χέρι (άλλες παραβάσεις, όπως οι τεχνικές παραβάσεις κατά την επαναφορά, δεν θεωρούνται φάουλ). Επιπλέον, ένα φάουλ μπορεί να διαπράττεται:
* μόνο από έναν ενεργό παίκτη (όχι έναν αναπληρωματικό),
* εντός των ορίων του αγωνιστικού χώρου, ενώ η μπάλα είναι εντός παιχνιδιού και
* πρέπει να διαπράττεται εναντίον ενός αντιπάλου. Για παράδειγμα, ένας παίκτης, που χτυπά τον διαιτητή ή έναν συμπαίκτη του, δεν είναι φάουλ, αλλά είναι ανάρμοστη συμπεριφορά. Η ανάρμοστη συμπεριφορά (misconduction) είναι οποιαδήποτε συμπεριφορά ενός παίκτη, που κρίνεται από τον διαιτητή ως δικαιολογία πειθαρχικής κύρωσης (παρατήρηση ή αποβολή). Η ανάρμοστη συμπεριφορά μπορεί να περιλαμβάνει πράξεις οι οποίες, επιπλέον, είναι παραβάσεις (φάουλ). Ανάρμοστες συμπεριφορές μπορούν να σημειωθούν οποιαδήποτε στιγμή, είτε η μπάλα είναι εντός είτε εκτός παιχνιδιού, πριν την έναρξη και μετά τη λήξη του παιχνιδιού, ακόμη και κατά τη διάρκεια της παύσης του ημιχρόνου. Ακόμη, τόσο οι ενεργοί παίκτες όσο και οι αναπληρωματικοί μπορούν να τιμωρηθούν για ανάρμοστη συμπεριφορά. Αυτό είναι διαφορετικό από ένα φάουλ, που διαπράττεται από έναν (ενεργό) παίκτη στον αγωνιστικό χώρο και μόνο κατά ενός αντιπάλου, όταν το παιχνίδι είναι σε εξέλιξη.Η ανάρμοστη συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα οι υπαίτιοι να τιμωρούνται είτε με προειδοποιητική παρατήρηση (που υποδεικνύεται με κίτρινη κάρτα) είτε με αποβολή από το παιχνίδι (που υποδεικνύεται με κόκκινη κάρτα). Ο παίκτης, που αποβλήθηκε, δεν μπορεί να αντικατασταθεί, ενώ η ομάδα του πρέπει να παίξει το υπόλοιπο του παιχνιδιού με έναν παίκτη λιγότερο. Όταν ένας παίκτης παρατηρείται, τα στοιχεία του παίκτη καταγράφονται παραδοσιακά από τον διαιτητή σε ένα μικρό σημειωματάριο. Μια δεύτερη παρατήρηση του ίδιου παίκτη στον ίδιο αγώνα οδηγεί οριστικά στην αποβολή του παίκτη. Ο διαιτητής έχει σημαντική διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή των Κανόνων. Ειδικότερα, το παράπτωμα "αντιαθλητικής συμπεριφοράς" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των περισσοτέρων γεγονότων, που παραβιάζουν το πνεύμα του παιχνιδιού, ακόμα και αν δεν αναφέρονται ως συγκεκριμένα παραπτώματα. Το σύστημα προειδοποιητικής παρατήρησης και αποβολής υπήρχε εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά σε λεκτικό επίπεδο. Ωστόσο, αυτή η πρακτική δεν ήταν ικανοποιητική σε διεθνείς αγώνες, όπου παίκτες και διαιτητές μιλούσαν και καταλάβαιναν διαφορετικές γλώσσες. Η ιδέα των γλωσσικά ουδέτερων χρωματιστών καρτών προήλθε από τον Άγγλο διαιτητή Ken Aston, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα των χρωμάτων μετά την επεισοδιακή αναμέτρηση Αγγλίας-Αργεντινής για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του, όταν ο σηματοδότης μπροστά του άλλαξε από πορτοκαλί/κίτρινο σε ερυθρό. Η πρώτη εκτεταμένη χρήση των καρτών έγινε στο Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA του 1970, που διεξήχθη στο Μεξικό. Ωστόσο, η χρήση των καρτών δεν έγινε υποχρεωτική σε όλα τα επίπεδα μέχρι το 1992. Το ποδόσφαιρο ήταν το πρώτο μεγάλο άθλημα, που χρησιμοποίησε κάρτες ποινής, μια πρακτική, που υιοθετήθηκε αργότερα από πολλά άλλα αθλήματα. (el)
- Faŭlo laŭ PIV estas "Malpermesita, nelojala movo, gesto ktp." . En futbalo okazas kiam ludanto faras malmildan malobeon de la regularo, perforte. La malobeo povas esti piedfrapo, faligo, frapego, puŝego, kapto aŭ salto al rivalo. La rezulto estas ke la teamo kies ludanto suferis faŭlon rajtas senmovigi la pilkon (al 9,15 m), malproksimigi la rivalojn kaj lanĉi la pilkon ien ajn, eĉ al la golejo rekte. Por tio la arbitracianto devis indiki la faŭlon kaj haltigi la ludadon. Ankaŭ tuŝi la pilkon per la mano estas tialo de faŭlo. La arbitracianto povas ne haltigi la ludadon, se la suferinto ĝuas klaran pormomentan avantaĝon, kaj je la fino de la atako, indiki la faŭlon. Same tiu povas taksi la perforton kiel troa kaj montri punkarton. Se la faŭlo okazis en la goleja areo, la arbitracianto povas indiki punŝoton. (eo)
- In the sport of association football, fouls and misconduct are acts committed by players which are deemed by the referee to be unfair and are subsequently penalised. An offence may be a foul, misconduct or both depending on the nature of the offence and the circumstances in which it occurs. Fouls and misconduct are addressed in Law 12 of the Laws of the Game. A foul is an unfair act by a player, deemed by the referee to contravene the game's laws, that interferes with the active play of the game. Fouls are punished by the award of a free kick (possibly a penalty kick) to the opposing team. A list of specific offences that can be fouls are detailed in Law 12 of the Laws of the Game (other infractions, such as technical infractions at restarts, are not deemed to be fouls); these mostly concern unnecessarily aggressive physical play and the offence of handling the ball. An infringement is classified as a foul when it meets all the following conditions: 1.
* It is committed by a player (not a substitute); 2.
* It occurs on the field of play; 3.
* It occurs while the ball is in play; 4.
* It is committed against an opponent (for fouls concerning contact or conduct between players). For example, a player striking the referee or a teammate is not a foul, but is misconduct. Misconduct is any conduct by a player that is deemed by the referee to warrant a disciplinary sanction (caution or dismissal). Misconduct may include acts which are, additionally, fouls. Unlike fouls, misconduct may occur at any time, including when the ball is out of play, during half-time and before and after the game, and both players and substitutes may be sanctioned for misconduct. Misconduct will result in the player either receiving a caution (indicated by a yellow card) or being dismissed ("sent off") from the field (indicated by a red card). A dismissed player cannot be replaced; their team is required to play the remainder of the game with one less player. A second caution results in the player being dismissed. The referee has considerable discretion in applying the Laws; in particular, the offence of unsporting behaviour may be used to deal with most events that violate the spirit of the game, even if they are not listed as specific offences. The system of cautioning and dismissal has existed in the Laws since 1881. Association football was the first sport to introduce penalty cards to indicate the referee's decisions; a practice since adopted by many other sports. The first major use of the cards was in the 1970 FIFA World Cup, but they were not made mandatory at all levels until 1992. (en)
- Futbolean falta jokalari batek jokoaren arauak zuhurtziarik gabe hausten dituenean gertatzen da, gehiegizko indarra erabiliz. Arau-haustea izan daiteke ostikada bat ematea, zangotraba jartzea, arerio bati zama bat egitea, bultzakada bat ematea, hari eustea edo haren gainean salto egitea. Falta baten ondoren, eta hura gertatu den leku beretik egiten den sakea, baloia berriz ere jokoan jartzeko falta-sake egiten dute. Faltak futbolaren erregelamenduaren 12. arauari dagozkio, eta jokoa "jaurtiketa libre" batekin hasten da baina defendatzaileak falta egiten badu arearen barruan, "penalti" batekin ekin behar zaio berriz. Faltaren larritasunaren arabera, epaileak txartel hori edo gorri batez ohartaraziko du jokalari arau-hauslea, eta jokalariak bi txartel hori pilatzen baditu, epaileak txartel gorri batekin ohartaraziko du, eta horrek partidatik kanporatzea ekarriko du. (eu)
- Una falta, en fútbol, se produce cuando un jugador comete una infracción de las reglas del juego de manera imprudente, con uso de excesiva fuerza. La infracción puede consistir en dar una patada, poner la zancadilla, hacer una carga contra un adversario, darle un empujón, sujetarlo o saltar sobre él.El saque de falta es un golpe realizado con el balón parado. Viene efectuado después de que el árbitro ha señalado una infracción en cualquier posición dentro del terreno de juego, también en las áreas (penalti). Las faltas corresponden a la regla 12 de reglamento del fútbol y el juego se reanuda siempre con un "tiro libre". Si el tiro libre es directo, el lanzador puede marcar un gol directamente en la portería adversaria. La barrera defensiva y todos los futbolistas adversarios deben estar al menos a 9,15 metros del balón. Pero si el jugador defensor comete falta dentro del área penal, se debe reanudar con un "tiro penal". En el tiro libre indirecto, a diferencia del directo, el balón antes de entrar en portería debe ser tocado por otro futbolista y debe moverse. En caso contrario el gol no es válido y el juego se reanuda con saque de meta para el otro equipo. Según la magnitud de la falta, el árbitro amonestará al jugador infractor con una tarjeta amarilla o roja, y si el jugador acumula dos tarjetas amarillas el árbitro lo amonestará con una tarjeta roja lo cual lleva a su expulsión del partido. (es)
- Is líon mór daoine ina seasamh le chéile é slua. (ga)
- Pelanggaran dan tindakan menyimpang (bahasa Inggris: Fouls and misconduct) dalam sepak bola adalah tingkah laku pemain yang dianggap tidak etis dalam pertandingan yang dapat dikenai hukuman. Pelanggaran dan tindakan menyimpang dibahas pada hukum ke-12 LOTG. Sebuah Pelanggaran adalah tindakan tidak adil/tidak pantas oleh seorang pemain yang diketahui oleh wasit karena perbuatan tersebut bertentangan Laws of the Game, serta dapat mengganggu atau merusak permainan yang sedang berlangsung. Pelanggaran oleh seorang pemain dihukum dengan tendangan bebas langsung atau tidak langsung atau tendangan penalti untuk tim lawan. Selain itu, pelanggaran hanya dapat dilakukan oleh pemain di lapangan (bukan pemain cadangan). Pelanggaran dibatasi untuk tindakan salah yang dilakukan terhadap lawan. Tindakan menyimpang adalah setiap perilaku indisipliner atau di luar aturan dasar sepak bola yang diperbuat oleh pemain dan layak mendapat sanksi disiplin (peringatan atau pengusiran dari lapangan). Tindakan menyimpang termasuk tindakan selain pelanggaran. Tindakan menyimpang dapat terjadi setiap saat, termasuk saat bola tidak dalam permainan, di sekitar lapangan, sebelum dan setelah pertandingan. Baik pemain dan regu cadangan dapat terkena sanksi untuk tindakan menyimpang. Komite Disiplin sebuah Federasi adalah pihak yang mengurus segala teknis dan peninjauan terhadap sanksi bagi kasus pelanggaran. (in)
- サッカーにおけるファウル(Fouls)とは、選手による反則のうち、主審がサッカー競技規則第12条に反すると判断したもの。 (ja)
- La loi 12 du football intitulée « Fautes et incorrections » fait partie des lois du jeu régissant le football, maintenues par l'International Football Association Board (IFAB). Elle concerne les fautes passibles d'un coup franc (direct ou indirect) et les sanctions disciplinaires (avertissement, exclusion). L'exécution des coups francs est régie par la loi 13 (coups francs) :
* lorsqu'une faute passible de coup franc direct est commise par un joueur dans sa surface de réparation, il y a penalty (défini par la loi 14) où que se trouve le ballon dès lors qu'il est en jeu.
* lorsque le ballon est hors du jeu, la faute peut donner lieu à avertissement ou exclusion, mais ne donne pas lieu à coup franc. Le reprise sera consécutive à celle de l'arrêt.
* quand le ballon est en jeu, il y a coup franc (ou penalty) même si la faute est commise en dehors du terrain. (fr)
- 축구에서 파울이란 한 선수가 반칙을 하고 주심이 이를 인정하였으나, 카드가 올라가지 않고 오른손을 45도 각도로 들때 선언된다. (ko)
- I falli e scorrettezze nel gioco del calcio sono delle infrazioni alle regole del gioco del calcio, per le quali l'arbitro deve prendere i dovuti provvedimenti contro il calciatore reo del gesto; nella fattispecie se il giocatore tocca volontariamente il pallone con tutta la mano fino alla spalla è fallo, i falli sono tutte quelle azioni che comportano l'interruzione del gioco e l'assegnazione di un calcio di punizione, diretto oppure indiretto, o di un calcio di rigore, in favore della squadra avversaria, mentre le scorrettezze sono tutti quegli atti o gesti meritevoli di cartellino (giallo o rosso): possono esistere, quindi, anche delle azioni che siano contemporaneamente sia falli che scorrettezze (come lo spingere un avversario per impedirgli di raggiungere una posizione vantaggiosa, che è un fallo perché passibile di calcio di punizione diretto, ed è anche una scorrettezza perché è passibile di ammonizione). La trattazione dei falli e delle scorrettezze è disciplinata alla Regola 12 del Regolamento del Gioco del Calcio. (it)
- Faul (ang. foul) – umyślne lub przypadkowe zagranie niezgodne z przepisami gry, karane zgodnie z przepisami obowiązującymi w danej dziedzinie sportu. (pl)
- A falta no futebol é um lance onde determinada irregularidade é marcada pelo árbitro. A falta pode ser cometida de forma proposital ou não pelo jogador. Ela desencadeia outros lances como pênalti e tiro livre indireto. A cobrança de uma falta pode gerar uma reversão, que é cometida quando o jogador comete alguma irregularidade durante a cobrança da falta, como tocar na bola antes de o juiz apitar, ou com a bola rolando, ou fora do local determinado pelo juiz. Uma falta pode ser cometida por todos os jogadores em campo, inclusive o goleiro. Uma falta pode, também, gerar cartões para quem o comete. Uma falta simples pode não gerar cartões. Uma falta média, pode gerar um cartão amarelo, já uma falta grave, pode levar o jogador a expulsão com um cartão vermelho. Uma falta pode ser cobrada com tiro livre indireto, ou por dois lances, dependendo de como ela ocorreu. Por falta, podemos considerar:
* Colisões entre jogadores.
* Ofensas entre jogadores.
* Segurar o jogador alheio.
* Encostar a bola na mão, jogadores de linha (com ou sem intenção)
* Pé alto.
* Jogada perigosa.
* Ter a intenção de atingir o jogador adversário. (pt)
- Otillåtet spel och olämpligt uppträdande är en regel inom fotboll som beskriver vad som utgör regelbrott i spel och uppträdande samt då dessa skall rendera direkt eller indirekt frispark samt straffspark. Regeln beskriver dessutom vilka ytterligare disciplinära bestraffningar som skall utdömas i form av gult respektive rött kort vid dessa regelbrott. I de befintliga 17 fotbollsreglerna har regeln för otillåtet spel och olämpligt uppträdande ordningstalet tolv (12). (sv)
- Правило 12 Правил гри у футбол описує види порушень і покарання, передбачені за них. (uk)
- Правило 12 Правил игры в футбол описывает виды нарушений и наказания, предусмотренные за них. (ru)
|
rdfs:comment
|
- تعرف المخالفة في كرة القدم بأنها كل تصرف خارج عن قواعد اللعب النظيف داخل الملعب وبموجبها يطلق الحكم صافرته إعلانًا عن منح خطأ لصالح أحد الفريقين. وللمخالفة في كرة القدم عدة أشكال فمثلًا عندما يقوم أحد لاعبي الفريقين بدفع أو إسقاط لاعب الفريق الخصم الحامل للكرة فهذه تعتبر مخالفة يتم الإعلان عنها عن طريق الحكم. (ar)
- Is líon mór daoine ina seasamh le chéile é slua. (ga)
- サッカーにおけるファウル(Fouls)とは、選手による反則のうち、主審がサッカー競技規則第12条に反すると判断したもの。 (ja)
- 축구에서 파울이란 한 선수가 반칙을 하고 주심이 이를 인정하였으나, 카드가 올라가지 않고 오른손을 45도 각도로 들때 선언된다. (ko)
- Faul (ang. foul) – umyślne lub przypadkowe zagranie niezgodne z przepisami gry, karane zgodnie z przepisami obowiązującymi w danej dziedzinie sportu. (pl)
- Otillåtet spel och olämpligt uppträdande är en regel inom fotboll som beskriver vad som utgör regelbrott i spel och uppträdande samt då dessa skall rendera direkt eller indirekt frispark samt straffspark. Regeln beskriver dessutom vilka ytterligare disciplinära bestraffningar som skall utdömas i form av gult respektive rött kort vid dessa regelbrott. I de befintliga 17 fotbollsreglerna har regeln för otillåtet spel och olämpligt uppträdande ordningstalet tolv (12). (sv)
- Правило 12 Правил гри у футбол описує види порушень і покарання, передбачені за них. (uk)
- Правило 12 Правил игры в футбол описывает виды нарушений и наказания, предусмотренные за них. (ru)
- Οι παραβάσεις (φάουλ) και οι ανάρμοστες συμπεριφορές στο ποδόσφαιρο είναι ενέργειες, που διαπράττονται από παίκτες, οι οποίοι κρίνονται από τον διαιτητή ως υπαίτιοι και στη συνέχεια τιμωρούνται. Ένα παράπτωμα μπορεί να είναι παράβαση, ανάρμοστη συμπεριφορά ή και τα δύο, ανάλογα με τη φύση του παραπτώματος και τις περιστάσεις υπό τις οποίες εμφανίζεται. Οι παραβάσεις (φάουλ) και οι ανάρμοστες συμπεριφορές αναφέρονται στο 12ο Κανόνα του παιχνιδιού. Για παράδειγμα, ένας παίκτης, που χτυπά τον διαιτητή ή έναν συμπαίκτη του, δεν είναι φάουλ, αλλά είναι ανάρμοστη συμπεριφορά. (el)
- Faŭlo laŭ PIV estas "Malpermesita, nelojala movo, gesto ktp." . En futbalo okazas kiam ludanto faras malmildan malobeon de la regularo, perforte. La malobeo povas esti piedfrapo, faligo, frapego, puŝego, kapto aŭ salto al rivalo. La rezulto estas ke la teamo kies ludanto suferis faŭlon rajtas senmovigi la pilkon (al 9,15 m), malproksimigi la rivalojn kaj lanĉi la pilkon ien ajn, eĉ al la golejo rekte. Por tio la arbitracianto devis indiki la faŭlon kaj haltigi la ludadon. Ankaŭ tuŝi la pilkon per la mano estas tialo de faŭlo. (eo)
- In the sport of association football, fouls and misconduct are acts committed by players which are deemed by the referee to be unfair and are subsequently penalised. An offence may be a foul, misconduct or both depending on the nature of the offence and the circumstances in which it occurs. Fouls and misconduct are addressed in Law 12 of the Laws of the Game. For example, a player striking the referee or a teammate is not a foul, but is misconduct. (en)
- Der Ausdruck Foul (englisch foul „schlecht“, „schmutzig“ → protogermanisch von fūlaz = faul, verrottet) bezeichnet im Sport – außer im Baseball – ein regelwidriges Verhalten: Ein Spieler missachtet während des laufenden Spieles eigene Pflichten oder gegnerische Rechte, wirkt auf einen Gegenspieler unsportlich ein und/oder er verhindert auf inkorrekte Weise einen unmittelbar bevorstehenden Erfolg des Gegners. Ein Spieler kann ein Foul absichtlich oder unabsichtlich als Folge einer missglückten regelgerechten Aktion begehen. Auch Fahrlässigkeit ist möglich. Ein Foul hat in den meisten Sportarten eine Spielunterbrechung durch den Schiedsrichter zur Folge. (de)
- Futbolean falta jokalari batek jokoaren arauak zuhurtziarik gabe hausten dituenean gertatzen da, gehiegizko indarra erabiliz. Arau-haustea izan daiteke ostikada bat ematea, zangotraba jartzea, arerio bati zama bat egitea, bultzakada bat ematea, hari eustea edo haren gainean salto egitea. Falta baten ondoren, eta hura gertatu den leku beretik egiten den sakea, baloia berriz ere jokoan jartzeko falta-sake egiten dute. Faltak futbolaren erregelamenduaren 12. arauari dagozkio, eta jokoa "jaurtiketa libre" batekin hasten da baina defendatzaileak falta egiten badu arearen barruan, "penalti" batekin ekin behar zaio berriz. (eu)
- Una falta, en fútbol, se produce cuando un jugador comete una infracción de las reglas del juego de manera imprudente, con uso de excesiva fuerza. La infracción puede consistir en dar una patada, poner la zancadilla, hacer una carga contra un adversario, darle un empujón, sujetarlo o saltar sobre él.El saque de falta es un golpe realizado con el balón parado. Viene efectuado después de que el árbitro ha señalado una infracción en cualquier posición dentro del terreno de juego, también en las áreas (penalti). (es)
- Pelanggaran dan tindakan menyimpang (bahasa Inggris: Fouls and misconduct) dalam sepak bola adalah tingkah laku pemain yang dianggap tidak etis dalam pertandingan yang dapat dikenai hukuman. Pelanggaran dan tindakan menyimpang dibahas pada hukum ke-12 LOTG. (in)
- La loi 12 du football intitulée « Fautes et incorrections » fait partie des lois du jeu régissant le football, maintenues par l'International Football Association Board (IFAB). Elle concerne les fautes passibles d'un coup franc (direct ou indirect) et les sanctions disciplinaires (avertissement, exclusion). L'exécution des coups francs est régie par la loi 13 (coups francs) : (fr)
- I falli e scorrettezze nel gioco del calcio sono delle infrazioni alle regole del gioco del calcio, per le quali l'arbitro deve prendere i dovuti provvedimenti contro il calciatore reo del gesto; nella fattispecie se il giocatore tocca volontariamente il pallone con tutta la mano fino alla spalla è fallo, i falli sono tutte quelle azioni che comportano l'interruzione del gioco e l'assegnazione di un calcio di punizione, diretto oppure indiretto, o di un calcio di rigore, in favore della squadra avversaria, mentre le scorrettezze sono tutti quegli atti o gesti meritevoli di cartellino (giallo o rosso): possono esistere, quindi, anche delle azioni che siano contemporaneamente sia falli che scorrettezze (come lo spingere un avversario per impedirgli di raggiungere una posizione vantaggiosa, c (it)
- A falta no futebol é um lance onde determinada irregularidade é marcada pelo árbitro. A falta pode ser cometida de forma proposital ou não pelo jogador. Ela desencadeia outros lances como pênalti e tiro livre indireto. A cobrança de uma falta pode gerar uma reversão, que é cometida quando o jogador comete alguma irregularidade durante a cobrança da falta, como tocar na bola antes de o juiz apitar, ou com a bola rolando, ou fora do local determinado pelo juiz. Uma falta pode ser cometida por todos os jogadores em campo, inclusive o goleiro. Uma falta pode, também, gerar cartões para quem o comete. Uma falta simples pode não gerar cartões. Uma falta média, pode gerar um cartão amarelo, já uma falta grave, pode levar o jogador a expulsão com um cartão vermelho. Uma falta pode ser cobrada com (pt)
|