Κατηγορία:Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Αντιδάνεια ««« |
- Αντιδάνεια: λέξεις που δανείστηκαν σε άλλην γλώσσα και μετά επιστρέφουν ως δάνεια. Οι ταξιδεύτριες λέξεις!
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 2 υποκατηγορίες, από 2 συνολικά.
*
- Αντιδάνεια (κυπριακά) (1 Σ)
Σελίδες στην κατηγορία "Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 465 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αγκουρέτο
- αδαμαντίνη
- αδενοσίνη
- αδιπικός
- αιμοδυναμικός
- αλεξανδρινισμός
- Αλευρίτης
- αλλοτροπισμός
- αλμανάκ
- αλτήρας
- αλφαβητίζω
- αλφαβήτιση
- αλχημεία
- αμάλγαμα
- άμπακας
- άμπακος
- αμπούλα
- αναβολικός
- ανασόνι
- αναστόμωση
- ανγκορά
- ανθρακίτης
- ανιόν
- ανιονικός
- Ανκόνα
- Ανταρκτική
- αντεμετικός
- αντιεμετικός
- αντίπαπας
- αντιπατριωτικός
- αντσούγια
- αορτικός
- Απρίλης
- αργίλιο
- άρια
- Αριάνα
- αρμόνικα
- αρμόνιο
- αρχαϊστής
- αρχιπέλαγος
- αφιόνι
- αψέντι
Β
Γ
Δ
Κ
- καβανόζι
- καλαμπόκι
- καλάρω
- καλέμι
- καλεμκερί
- κάλμα
- καλντερίμι
- καλουμάρισμα
- καλουμάρω
- καλούμπα
- καλούπι
- καμαριέρης
- καμαρίνι
- καμαρότος
- κάμερα
- καμηλαύκι
- καμινάδα
- καμινέτο
- καμπαρέ
- καμπούρης
- κανάλι
- καναπές
- κανάτι
- κανέλα
- κανθαριδίνη
- κανναβάτσο
- καντάρι
- κάντζα
- καραβέλα
- καρακάντζολος
- καραμέλα
- καράτι
- καρέγλα
- καρέκλα
- καριοφίλι
- καρότο
- κάρτα
- καρτέλ
- καρτέλα
- καρτούν
- καρώτο
- καστανιέτα
- καστόρ
- καστόρι
- κατιονικός
- κατιών
- Κιρκόρ
- κιτρικός
- κιτρινίζω
- κίτρο
- κλεπτοκρατία
- κογιονάρισμα
- κογιονάρω
- κοιναισθησιοπάθεια
- κοκ
- κολάζ
- κολοκάσι
- Κολόμβος
- Κολοσσαίο
- κόλπο
- κόλπος
- κομεντί
- κόμικ
- κόμικς
- κομφορμισμός
- κοντούρα
- κορδέλα
- κορδελιάζω
- κορδονέτο
- κορδόνι
- κόρντα
- κόρο
- κορόνα
- κόρυμβος
- κορώνα
- κουπ
- κουτουπώνω
- κρετινισμός
- κρετίνος
- κρικέλι
- κρικελωτός
- κρυοχημεία
- κωκ