βρατσέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρατσέρα | οι | βρατσέρες |
γενική | της | βρατσέρας | — | |
αιτιατική | τη | βρατσέρα | τις | βρατσέρες |
κλητική | βρατσέρα | βρατσέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρατσέρα < μπρατσέρα < βενετική brazzera[1] < brazzo[2] < λατινική brachium / bracchium < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρατσέρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του μπρατσέρα
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κεφάλαιο ΙΣΤ, (1903)
- Ἔβλεπεν, ἔβλεπεν, ἀνοιχτὰ εἰς τὸ πέλαγος, μακρὰν ἔξω, πολλὰ πανιά, λευκὰ ἱστία, σὰν τοῦ γλάρου τὰ φτερά. Βρατσέρες, γολέτες, μικρὰ καΐκια, τὰ ἔβλεπε ν' ἀρμενίζουν, νὰ ὀργώνουν τὰ κύματα, ὠσὰν βοϊδάκια ζευγαρωτά. Ἄλλα ἔπλεον πόρρω πρὸς βορρᾶν, ἄλλα κατήρχοντο πρὸς νότον, ἄλλα ἀρμένιζαν πρὸς ἀνατολὰς ἢ πρὸς δυσμάς, τέμνοντας σταυροειδῶς τοὺς ὁλκούς, τὰς βαθείας ὀρατᾶς αὔλακας, τὰς ὁποίας ἄφηναν ὄπισθέν των τὰ πρῶτα.
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κεφάλαιο ΙΣΤ, (1903)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βρατσέρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρατσέρα
|
- ↑ βρατσέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)