άλγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλγος | τα | άλγη |
γενική | του | άλγους | των | αλγών |
αιτιατική | το | άλγος | τα | άλγη |
κλητική | άλγος | άλγη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άλγος < αρχαία ελληνική ἄλγος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άλγος ουδέτερο
- o πόνος