-αλγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αλγία οι -αλγίες
      γενική της -αλγίας των -αλγιών
    αιτιατική τη(ν) -αλγία τις -αλγίες
     κλητική -αλγία -αλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-αλγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -αλγία (ἄλγος) και λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική -algia, μέσω γλωσσών όπως τα γαλλικά (-algie) ή τα γερμανικά (-algie)[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /alˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -αλ‐γί‐α

Επίθημα

[επεξεργασία]

-αλγία θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. -αλγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-αλγία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αλγία (ἄλγος)

Επίθημα

[επεξεργασία]

-αλγία θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -αλγί αἱ -αλγίαι
      γενική τῆς -αλγίᾱς τῶν -αλγιῶν
      δοτική τῇ -αλγί ταῖς -αλγίαις
    αιτιατική τὴν -αλγίᾱν τὰς -αλγίᾱς
     κλητική ! -αλγί -αλγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -αλγί
γεν-δοτ τοῖν  -αλγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-αλγία < ἄλγ(ος) + -ία

Επίθημα

[επεξεργασία]

-αλγία θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]