ξεπάγωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεπάγωμα | τα | ξεπαγώματα |
γενική | του | ξεπαγώματος | των | ξεπαγωμάτων |
αιτιατική | το | ξεπάγωμα | τα | ξεπαγώματα |
κλητική | ξεπάγωμα | ξεπαγώματα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kseˈpa.ɣo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐πά‐γω‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεπάγωμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πάγος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεπάγωμα
|