κεφαλαλγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλαλγία οι κεφαλαλγίες
      γενική της κεφαλαλγίας των κεφαλαλγιών
    αιτιατική την κεφαλαλγία τις κεφαλαλγίες
     κλητική κεφαλαλγία κεφαλαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεφαλαλγία < αρχαία ελληνική κεφαλαλγία < κεφαλή + -αλγία (ἄλγος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεφαλαλγία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • κεφαλαλγίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κεφαλαλγί αἱ κεφαλαλγίαι
      γενική τῆς κεφαλαλγίᾱς τῶν κεφαλαλγιῶν
      δοτική τῇ κεφαλαλγί ταῖς κεφαλαλγίαις
    αιτιατική τὴν κεφαλαλγίᾱν τὰς κεφαλαλγίᾱς
     κλητική ! κεφαλαλγί κεφαλαλγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεφαλαλγί
γεν-δοτ τοῖν  κεφαλαλγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεφαλαλγία < κεφαλαλγής < κεφαλή + ἀλγέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεφαλαλγία, -ίας θηλυκό

  • (ιατρική) πονοκέφαλος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 3.23, @scaife.perseus
    τοῦ δὲ χειμῶνος, πλευρίτιδες, περιπλευμονίαι, κόρυζαι, βράγχοι, βῆχες, πόνοι στηθέων, πόνοι πλευρέων, ὀσφύος, κεφαλαλγίαι, ἴλιγγοι, ἀποπληξίαι.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα ἰατρικά, 1.10 @scaife.perseus
    Διὰ τί, ἐὰν μὲν τὸ θέρος αὐχμηρὸν γένηται καὶ βόρειον, τὸ δὲ μετόπωρον ἐναντίον, ὑγρὸν καὶ νότιον, ἐν τῷ χειμῶνι κεφαλαλγίαι τε γίνονται καὶ βράγχοι καὶ βῆχες, καὶ τελευτῶσιν εἰς φθίσεις;
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 18 , 676c, @scaife.perseus, @el.wikisource
    καὶ ὁ Φιλωνίδης δὲ εἴρηκεν ὡς ὁ τῆς μυρρίνης στέφανος τὴν ἐκ τῶν οἴνων ἀναθυμίασιν ἀποκρούεται καὶ ὁ τῶν ῥόδων ἔχει τι κεφαλαλγίας παρηγορικὸν πρὸς τῷ καὶ ἐμψύχειν.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]