χαλκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
  • Χημικό στοιχείο: Cu
  • Ατομικός αριθμός : 29
  • Προηγούμενο = Ni
  • Επόμενο = Zn

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Δείγμα καθαρού χαλκού.
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο χαλκός
      γενική του χαλκού
    αιτιατική τον χαλκό
     κλητική χαλκέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλκός < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bronze[1] ή από την αγγλική bronze[2])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xalˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλ‐κός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλκός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
χαλκ- 
  • για θέμα με χαλκω- → δείτε τη λέξη χάλκωμα

Σύνθετα

[επεξεργασία]

χαλκο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χαλκο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. χαλκόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. χαλκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας




Συγγενικά

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χαλκός
      γενική τοῦ χαλκοῦ
      δοτική τῷ χαλκ
    αιτιατική τὸν χαλκόν
     κλητική ! χαλκέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκός (τεχνικός όρος), ήδη στη μυκηναϊκή 𐀏𐀒 (ka-ko) < επιβεβαιωμένο δάνειο, πιθανόν δάνειο προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας χωρίς να έχει διευκρινιστεί ποια ακριβώς γλώσσα. Αν ο δανεισμός έγινε μέσω Κύπρου (γνωστής για τα ορυχεία της χαλκού) οι εξής θεωρίες έχουνε προταθεί.[1]
1) σύνδεση με όρους για τον σίδηρο < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- με συγγενή όπως η αρχαία ελληνική χλωρός, η αγγλική yellow, η πρωτοσλαβική γλώσσα *zelenъ[2]
2) με βάση την υπόθεση ότι αρχική σημασία ήταν «το κόκκινο χρώμα» ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
(Χρειάζεται πηγή Beekes)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλκός, -οῦ αρσενικό

  1. (μεταλλουργία) χαλκός
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, De lapidibus, Fragment 2 Chapter 2 (2.2), @scaife.perseus
    Κατὰ δὴ τὴν πύρωσιν οἱ μὲν τήκονται καὶ ῥέουσιν ὥσπερ οἱ μεταλλευτοί. ῥεῖ γὰρ ἅμα τῷ ἀργύρῳ καὶ τῷ χαλκῷ καὶ σιδήρῳ καὶ ἡ λίθος ἡ ἐκ τούτων, εἴτʼ οὖν διὰ τὴν ὑγρότητα τῶν ἐνυπαρχόντων εἴτε καὶ διʼ αὐτούς. ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ πυρομάχοι καὶ οἱ μυλίαι ῥέουσιν οἷς ἐπιτιθέασιν οἱ καίοντες.
  2. ορείχαλκος, μπρούντζος
  3. (συνεκδοχικά) οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό ([[όπλο], εργαλείο, σκεύος)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
χαλκ- 
  • για θέμα με χαλκω- → δείτε τη λέξη χάλκωμα

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Ετυμολογικές προτάσεις - ο σίδηρος @smerdaleos
    Σημειώνει τα συγγενή.