Count
|
Entry
|
Sources
|
73
|
-ση (-si)
|
έναρξη, ένωση, ανέλκυση, αναζωογόνηση, ανακάλυψη, ανασκόπηση, ανευφήμηση, αντιπροσώπευση, αξίωση, αξιολόγηση, απαγόρευση, απλοποίηση, απογοήτευση, απόφυση, βελτίωση, βελτιστοποίηση, γενίκευση, γνωστοποίηση, διακήρυξη, διακόσμηση, διαχείριση, διοίκηση, δόση, εγγύηση, εκπλήρωση, εκπροσώπηση, εκχύλιση, εμφάνιση, ενεργοποίηση, ενημέρωση, ενθύμηση, ενοποίηση, ενσάρκωση, εξαίρεση, εξατομίκευση, επίδραση, επίπλωση, επαναχρησιμοποίηση, επανόρθωση, επιβεβαίωση, ζήτηση, κατάρρευση, κατανάλωση, κύηση, μετάδοση, μεταγλώττιση, μόλυνση, ξεκούραση, ολοκλήρωση, παράδοση, παράλυση, παρακολούθηση, πιστοποίηση, πλοήγηση, πραγματοποίηση, προθέρμανση, προπόνηση, προσέλευση, προτίμηση, πρόβλεψη, πρόκληση, πρόσοψη, ρύθμιση, στύση, συμμόρφωση, συνεννόηση, συσχέτιση, σύνοψη, τάση, φίμωση, χρησιμοποίηση, χρονολόγηση, ωρίμανση
|
36
|
δια- (dia-)
|
inter-, trans-, δι-, διά, διά-, διαβάζω, διαβαίνω, διαβεβαιώνω, διαγράφω, διαγωνίζομαι, διαδέχομαι, διακινδυνεύω, διακοσμώ, διακόπτω, διαλέγω, διαλελυμένος, διαλογίζομαι, διαλυμένος, διαλύω, διαμηνύω, διαμοιράζω, διαπιστώνω, διαπλέω, διαπρέπω, διαπροσωπικός, διασκέπτομαι, διασκεδάζω, διασχίζω, διασωλήνωση, διαταγή, διατροφή, διαχέω, διαχωρίζω, διευθύνω, ενδιατρίβω, συνδιασκέπτομαι
|
21
|
-εύω (-évo)
|
-εία, ανακατεύω, διακινδυνεύω, δυσκολεύω, ειδικεύω, εξατομικεύω, ερωτεύομαι, ζητιανεύω, ζωντανεύω, ημερεύω, καλυτερεύω, κοροϊδεύω, κουτσομπολεύω, λιγοστεύω, παζαρεύω, πουστεύω, ρεζιλεύω, σιγουρεύω, συμβουλεύω, χειροτερεύω, ψαρεύω
|
16
|
Ιαπετός (Iapetós)
|
Iapetus, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος, Ἰαπετός
|
16
|
Ρέα (Réa)
|
Rhea, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος, Ῥέα
|
16
|
Τηθύς (Tithýs)
|
Tethys, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τηθύς, Τρίτωνας, Φόβος
|
16
|
Χάρων (Cháron)
|
Charon, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος, Χάρων
|
15
|
-τής (-tís)
|
ακροατής, αντικριστής, δικαστής, διοικητής, εκμισθωτής, εκτυπωτής, εκφωνητής, ενοικιαστής, επιθεωρητής, θηριοδαμαστής, κατακτητής, καταναλωτής, κολυμβητής, προμηθευτής, υποστηρικτής
|
15
|
Έρις (Éris)
|
Eris, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
15
|
Διώνη (Dióni)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Διώνη, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
15
|
Καλλιστώ (Kallistó)
|
Callisto, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
-μός (-mós)
|
βρασμός, διακαμός, διαλογισμός, διαχωρισμός, εκπατρισμός, ενθουσιασμός, εξαερισμός, επαναπατρισμός, καλλωπισμός, κορεσμός, λογαριασμός, οδυρμός, σκασμός, χαμός
|
14
|
Άριελ (Áriel)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
Όμπερον (Ómperon)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
Δυσνομία (Dysnomía)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
Εγκελάδος (Egkeládos)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
Ηλιακό σύστημα (Iliakó sýstima)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
Μίμας (Mímas)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
Μιράντα (Miránta)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
Ουμβριήλ (Oumvriíl)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
14
|
Τιτάνια (Titánia)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Δείμος, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Φόβος
|
13
|
-άζω (-ázo)
|
αδειάζω, αναγκάζω, γκρινιάζω, γυμνάζω, δοκιμάζω, εμβολιάζω, εντυπωσιάζω, εστιάζω, θυσιάζω, κουράζω, πειθαναγκάζω, σπάζω, σχολιάζω
|
13
|
-τικός (-tikós)
|
αρκτικός, βιαστικός, δυτικός, ενεργητικός, ενοχλητικός, κουραστικός, μεγεθυντικός, ουσιαστικός, πιστωτικός, πολιτιστικός, συγκινητικός, σωματικός, τρομακτικός
|
13
|
χαρτο- (charto-)
|
χάρτης, χαρτί, χαρτογραφία, χαρτοκόπτης, χαρτομάντης, χαρτομάντιλο, χαρτομαντεία, χαρτονόμισμα, χαρτοπετσέτα, χαρτοπωλείο, χαρτοπώλης, χαρτοπώλισσα, χαρτορίχτρα
|
12
|
στρογγύλος (strongýlos)
|
κυκλικός, στρογγύλα, στρογγύλε, στρογγύλες, στρογγύλη, στρογγύλης, στρογγύλο, στρογγύλοι, στρογγύλου, στρογγύλους, στρογγύλων, τετράγωνος
|
10
|
-ακός (-akós)
|
-ac, -ακός, ενεργειακός, ηφαιστειακός, καρδιακός, ολυμπιακός, περιφερειακός, σταδιακός, φατνιακός, ψηφιακός
|
10
|
-ας (-as)
|
Πλάτωνας, άμπακας, έμπορας, επιδειξίας, κάγκουρας, κουράδας, μπασκίνας, ξερόλας, τρίχας, ψείρας
|
10
|
-εια (-eia)
|
ακρίβεια, ανακρίβεια, αντιπάθεια, ασθένεια, ασυνέπεια, ασυνέχεια, μονομέρεια, οικογένεια, περιφέρεια, πολυμέρεια
|
10
|
-ως (-os)
|
-ly, ίσως, αντιστοίχως, επανειλημμένως, επειγόντως, ευχαρίστως, ιδιαιτέρως, ομοφώνως, παρεμπιπτόντως, τελείως
|
10
|
πεσσός (pessós)
|
chess piece, ίππος, αξιωματικός, βασίλισσα, βασιλιάς, πεσσός, πιόνι, πύργος, στρατιώτης, τρελός
|
9
|
-ιάζω (-iázo)
|
αγκαλιάζω, αλαλιάζω, αλφαδιάζω, αναποδιάζω, λαχανιάζω, μυγιάζομαι, ντροπιάζω, ταιριάζω, τεμπελιάζω
|
9
|
-ουργός (-ourgós)
|
αμαξουργός, δημιουργός, δραματουργός, θαυματουργός, ξυλουργός, οπλουργός, σιδηρουργός, ταπητουργός, ταχυδακτυλουργός
|
9
|
-ς (-s)
|
-άρας, κετσές, κουβάς, λεβάντες, μπαμπάς, μπεκρής, ντουνιάς, σκάρτος, σοφάς
|
9
|
-της (-tis)
|
Myroblyt, myroblyte, απεργοσπάστης, ερρινότης, μυροβλύτης, ουρανοξύστης, πυκνωτής, πυροσβέστης, συνδρομητής
|
9
|
-ώ (-ó)
|
-άω, -ω, αεροφωτογραφίζω, ανησυχώ, αξιολογώ, κυκλοφορώ, κυριαρχώ, φωτογραφίζω, χρονολογώ
|
9
|
κλέπτω (klépto)
|
εκλάπην, κλεμμένος, κρύβω, κόβω, λογοκλοπή, λογοκλοπία, σκάβω, στρίβω, ἐκλάπην
|
8
|
-η (-i)
|
-s, Κωνσταντινούπολη, Μασαχουσέτη, Υόρκη, άμπωτη, αντικαταβολή, διήθηση, υπόψη
|
8
|
-ι (-i)
|
αποφώλι, βρακοζώνα, κεσέμι, κοτέτσι, παραθύρι, πεσκίρι, πιτσούνι, ψαρονέφρι
|
8
|
-ώς (-ós)
|
εθελοντικώς, οικειοθελώς, πιθανώς, σαφώς, συνεπώς, συνεχώς, σωματικώς, ταχυδρομικώς
|
8
|
γόνος (gónos)
|
fry, απόγονος, γένος, γεννάω, πρωτο-, πρωτόγονος, υδρο-, υδρογόνο
|
8
|
εξαντλώ (exantló)
|
consume, milk, wear out, αντλώ, καταβάλλω, ξεκωλιάζω, ξεκωλώνω, στραγγίζω
|
8
|
μειοψηφία (meiopsifía)
|
μειονοψηφία, μειοψηφίας, μειοψηφίες, μειοψηφιών, πλειονοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφία, ψήφος
|
8
|
τρι- (tri-)
|
-ώροφος, τρίκυκλο, τρίωρος, τριήμερος, τριγύρω, τρικάταρτο, ψήφος, ψηφίο
|
8
|
φωτο- (foto-)
|
photo-, φως, φωτοαντίγραφο, φωτοβολίδα, φωτογραφία, φωτονεφέλη, φωτοτυπία, φωτόσπαθο
|
8
|
ψευδώς (psevdós)
|
αληθώς, ψευδής, ψευδός, ψευδώς αρνητικό, ψευδώς αρνητικός, ψευδώς θετικό, ψευδώς θετικός, ψεύδομαι
|
8
|
ψυχο- (psycho-)
|
ψυχ-, ψυχή, ψυχογιός, ψυχοθεραπεία, ψυχοκόρη, ψυχολογία, ψυχολόγος, ψυχοσωματικός
|
7
|
-ίκι (-íki)
|
patik, patika, τζάνερο, патика, патика, پاتیك, ხეფათიღი
|
7
|
-ίτης (-ítis)
|
-ide, -ite, ακρίτης, αρχιμανδρίτης, ασπρο-, σιδερίτης, σιδηρίτης
|
7
|
-ινός (-inós)
|
καλοκαιρινός, κοντινός, μπροστινός, πισινός, προσωρινός, πρωινός, φθινοπωρινός
|
7
|
-λόγος (-lógos)
|
-ist, -logist, -λόγος, διαιτολόγος, εθνογλωσσολόγος, ψευδολόγος, ψυχολόγος
|
7
|
s.v.
|
-πνοος, αψιθιά, ζήλεια, ζήλια, σιδερίτης, συγχρονισμός, ωρίμανση
|
7
|
Σταυράκης (Stavrákis)
|
Starace, Stavarache, Stavarachi, Stavrache, Stravrache, Stăvărache, Stăvărachi
|
7
|
καταδέχομαι (katadéchomai)
|
catadicsi, condescend, deign, ακατάδεκτος, ακατάδεχτος, ακαταδεξία, δέχομαι
|
7
|
λυσιτελής (lysitelís)
|
expedient, λυσιτελές, λυσιτελή, λυσιτελείς, λυσιτελούς, λυσιτελών, λύω
|
7
|
ξεπερασμένος (xeperasménos)
|
obsolete, out of date, outdated, rusty, stale, αραχνιασμένος, ξεπερνώ
|
7
|
παραβάζω (paravázo)
|
βάζω, παραέβαλα, παραβάλετε, παραβάλομε, παραβάλουμε, παραβάλτε, παραβάλω
|
7
|
ρέμα (réma)
|
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, ρέματα, ρέματος, ρεμάτων, ρεύμα, ψέμα, ῥεῦμα
|
7
|
ρετσίνι (retsíni)
|
resina, retsina, retsina, ρετσίνα, رجينة, رچینه, ῥητίνη
|
7
|
σαχλός (sachlós)
|
corny, insipid, ludicrous, schmaltzy, silly, soppy, σαχλαμάρα
|
7
|
υπό (ypó)
|
below, provided, under, υποπυραγός, υπό κατάληψη, υπόκοσμος, υπόσχομαι
|
7
|
ψαρός (psarós)
|
ψαρά, ψαρεύω, ψαριά, ψαριάς, ψαριές, ψαριών, ψαρο-
|
6
|
-άρι (-ári)
|
-άρης, -αράς, -αριά, κεφαλάρι, μανιτάρι, τριάρι
|
6
|
-ί (-í)
|
-ия, -ьꙗ, ασυζητητί, λαχανί, λεμονί, παπί
|
6
|
-ίδιο (-ídio)
|
-ide, βρωμίδιο, ιωδίδιο, πουτανίδιο, φθορίδιο, χλωρίδιο
|
6
|
-τήρας (-tíras)
|
-τήρ, αεριοστροβιλωθητήρας, αναπτήρας, ανελκυστήρας, εκχιονιστήρας, κινητήρας
|
6
|
-ώδης (-ódis)
|
ανεμώδης, θορυβώδης, ιδεώδης, μεγαλειώδης, μυώδης, περιπετειώδης
|
6
|
Μάλαγα (Málaga)
|
Malaca, Malaga, Málaga, Μαλάκη, مالقة, 𐤌𐤋𐤊
|
6
|
βραχύς (vrachýs)
|
brief, βράχος, βραχυπρόθεσμος, βραχύχρονος, κοντός, ψηλός
|
6
|
δερβίσης (dervísis)
|
Dervish, dervish, derviş, dlgwš, درویش, درویش
|
6
|
διαμόρφωση (diamórfosi)
|
format, modulation, διάρθρωση, διαμορφώνω, διαμορφώσεις, μόρφωση
|
6
|
ενήλικος (enílikos)
|
adult, ενήλικας, ενηλικιώνομαι, ηλικία, μεγάλος, μωρό
|
6
|
ενδεχόμενος (endechómenos)
|
prospective, susceptible, ίσως, ενδέχεται, ενδεχομένως, πιθανός
|
6
|
θανατηφόρος (thanatifóros)
|
-φόρος, baneful, killer, lethal, pernicious, θανατηφόρος
|
6
|
θεοσέβεια (theoséveia)
|
ασέβεια, ευσέβεια, θεοσέβεια, θεοσεβής, σέβας, σέβομαι
|
6
|
καθυστερώ (kathysteró)
|
detain, lag, procrastinate, αργώ, καθυστέρηση, υστερώ
|
6
|
καλομαθαίνω (kalomathaíno)
|
coddle, indulge, pamper, spoil, καλομαθημένος, μαθαίνω
|
6
|
κατέχω (katécho)
|
master, possess, έχω, απαγάγω, κάτοχος κάρτας, ξέρω
|
6
|
κατορθώνω (katorthóno)
|
achieve, attain, manage, succeed, κατόρθωμα, ορθώνω
|
6
|
λαχταρώ (lachtaró)
|
ache for, crunch, hunger, itch, long/translations, yearn
|
6
|
λεηλατώ (leïlató)
|
loot, pillage, plunder, sack, διαγουμίζω, πλιατσικολογώ
|
6
|
μειωτικός (meiotikós)
|
derogatory, diminutive, disparaging, meiotic, pejorative, μειωτ.
|
6
|
μελαγχολία (melancholía)
|
gloom, melancholia, melancholy, melancolie, milanculii, მელანქოლია
|
6
|
μεσο- (meso-)
|
meso-, μέσα, μέσο, μεσ-, μεσοφωνηεντικός, μισο-
|
6
|
μπολιάζω (boliázo)
|
εμβολιάζω, κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, κουτσομπόλα, κουτσομπόλης, μπόλι
|
6
|
μόσχος (móschos)
|
Mosko, civet, mosc, μουσκεύω, μόσχος, मुष्क
|
6
|
πατήκι (patíki)
|
patik, patika, патика, патика, پاتیك, ხეფათიღი
|
6
|
πατίκι (patíki)
|
patik, patika, патика, патика, پاتیك, ხეფათიღი
|
6
|
παύση (páfsi)
|
hiatus, pause, rest, παυσίπονο, παύω, παῦσις
|
6
|
πενία (penía)
|
indigence, penury, ένδεια, αδεκαρία, ανέχεια, φτώχια
|
6
|
πυτζάμα (pytzáma)
|
pyjamas, پائجامہ, پاجامه, پاجامہ, पाजामा, पैजामा
|
6
|
πόθος (póthos)
|
craving, desire, hunger, μεράκι, πόθος, πόθους
|
6
|
σαΐτα (saḯta)
|
arrow, sagitta, shuttle, βέλος, κερκίδα, τόξο
|
6
|
σαθρός (sathrós)
|
rickety, rotten, αποσαθρώνομαι, αποσαθρώνω, κλούβιος, σάπιος
|
6
|
σελήνη (selíni)
|
Moon, moon/translations, new moon, ημισέληνος, πανσέληνος, σεληνάκατος
|
6
|
στοίχος (stoíchos)
|
αντίστοιχος, αντιστοιχίζω, αντιστοιχώ, οδοντο-, οδοντοστοιχία, στοιχίζω
|
6
|
στουπί (stoupí)
|
oakum, tow, üstüpü, διάναξη, καλαφάτισμα, استوپی
|
6
|
στραβός (stravós)
|
wrong, κάνω τα στραβά μάτια, κουτσός, στρέφω, στραβά, στραβώνω
|
6
|
συνένωση (synénosi)
|
combination, concatenation, join, συμφυρμός, σύναψη, σύνδεση
|
6
|
συντηρητικός (syntiritikós)
|
conservative, preservative, right, ακροδεξιός, δεξιός, συντηρώ
|
6
|
τήκω (tíko)
|
fuse, melt, αναλώ, λιώνω, τήξη, χύνω
|
6
|
τριάδα (triáda)
|
-άδα, leash, triad, trinity, τρία, τρίο
|
6
|
τσιμπίδι (tsimpídi)
|
cimbidh, cimbistră, cımbız, τσιμπάω, τσιμπίδα, جنبس
|
6
|
χαιρετίζω (chairetízo)
|
cheer, heretisanje, salute, χαίρομαι, χαίρω, χαιρετάω
|
6
|
χαλλούμι (challoúmi)
|
halloumi, halloumi, halloumi, ϩⲁⲗⲱⲙ, حلوم, ⲁⲗⲱⲙ
|
6
|
χτυπητός (chtypitós)
|
garish, loud, χτυπάω, χτυπημένος, χτυπητό αβγό, χτυπητό αυγό
|
6
|
ψευδώνυμος (psevdónymos)
|
ψευδωνύμων, ψευδό-, ψευδώνυμα, ψευδώνυμο, ψευδώνυμου, ψευδώνυμων
|
6
|
ψευτο- (psefto-)
|
ψέμα, ψευδ-, ψευδο-, ψευδό-, ψεύδομαι, ψεύτης
|
6
|
ωδή (odí)
|
ode, άσμα, νυχτωδία, οδοί, τραγούδι, ᾠδή
|
6
|
ωφέλεια (oféleia)
|
benefit, κέρδος, ωφελώ, όφελος, ὀφείλω, ὠφέλεια
|
5
|
-άκιας (-ákias)
|
-άκι, γυαλάκιας, κορτάκιας, ματάκιας, πρεζάκιας
|
5
|
-ίδι (-ídi)
|
βρισίδι, κοψίδι, πριονίδι, στολίδι, τσιτσίδι
|
5
|
-αίος (-aíos)
|
-ιος, αναγκαίος, κορυφαίος, συριζαίος, τελευταίος
|
5
|
-ομαι (-omai)
|
-ω, απεκδύομαι, νοστιμεύω, σιχαίνομαι, υποπτεύομαι
|
5
|
-τός (-tós)
|
αγκυλωτός, ιδεατός, κυματιστός, ξυπνητός, πλαστός
|
5
|
Αιμιλία (Aimilía)
|
Aemilia, Aemilius, Emily, Αἰμίλιος, Αἰμιλία
|
5
|
Ιάκωβος (Iákovos)
|
Jack, Jacob, James, Τζέικομπ, Ἰάκωβος
|
5
|
Ιακώβ (Iakóv)
|
Jack, Jacob, James, Τζέικομπ, Ἰακώβ
|
5
|
Νικολαΐδης (Nikolaḯdis)
|
Neculaide, Nicholson, Nicolaide, Niculaide, Νικολαΐδης
|
5
|
έμπνευση (émpnefsi)
|
afflatus, inspiration, εμπνέω, εμπνευσμένα, εμπνευσμένος
|
5
|
έσχατος (éschatos)
|
terminal, ultimate, εσχάτη προδοσία, τελικός, ἔσχατος
|
5
|
ίδρυση (ídrysi)
|
establishment, foundation, ιδρύω, καθιδρύω, ἵδρυσις
|
5
|
αγρικάω (agrikáo)
|
αγρίκησα, αγρικώ, αγροικώ, γρικάω, γρικώ
|
5
|
αγών (agón)
|
αγώνα, αγώνας, αγώνος, αγώνων, ἀγών
|
5
|
αναθρεμμένος (anathremménos)
|
αναθρέφομαι, αναθρέφω, ανατρέφομαι, ανατρέφω, θρεμμένος
|
5
|
ατελής (atelís)
|
imperfect, inchoate, incomplete, ατελείωτος, τέλος
|
5
|
βέλτιστος (véltistos)
|
optimal, βελτίωση, βελτιστοποίηση, βελτιστοποιώ, βελτιώνω
|
5
|
γινόμενο (ginómeno)
|
cross, product, γίνομαι, γεννημένος, μειωτέος
|
5
|
γνήσιος (gnísios)
|
genuine, legitimate, ακίβδηλος, απαραποίητος, αυθεντικός
|
5
|
δεδομένος (dedoménos)
|
δίδομαι, δίδω, δίνω, δεδομένο, δεδομένου
|
5
|
δεκτός (dektós)
|
acceptable, ακατάδεκτος, ακατάδεχτος, δέχομαι, παραδεκτός
|
5
|
δευτεραγωνιστής (defteragonistís)
|
δευτεραγωνιστές, δευτεραγωνιστή, δευτεραγωνιστών, δεύτερος, πρωταγωνιστής
|
5
|
δημο- (dimo-)
|
demo-, δήμος, δημοκρατία, δημοσκόπηση, δημοψήφισμα
|
5
|
διάταξη (diátaxi)
|
array, disposition, layout, διάρθρωση, διάταξις
|
5
|
διάφραγμα (diáfragma)
|
diaphragm, septum, shutter, διάφραγμα, φράζω
|
5
|
διαβιβάζω (diavivázo)
|
-βιβάζω, shuttle, διαβάζω, διαμηνύω, παραγγέλλω
|
5
|
διαγραφή (diagrafí)
|
deletion, αντιγραφή, αποκοπή, διαγράφω, επικόλληση
|
5
|
διακεκομμένος (diakekomménos)
|
discontinuous, intermittent, διακόπτομαι, διακόπτω, κόβω
|
5
|
διαυγής (diavgís)
|
clear, translucent, αθόλωτος, διαφανής, διαύγεια
|
5
|
διερμηνεύω (dierminévo)
|
interpret, διερμηνέας, διερμηνευτής, διερμηνεύτρια, ερμηνεύω
|
5
|
εγκωμιάζω (egkomiázo)
|
praise, ανεγκωμίαστος, εγκώμιο, εξαίρω, μαλώνω
|
5
|
εκλεκτός (eklektós)
|
chosen one, elect, fine, prime, the one
|
5
|
ενδεχόμενο (endechómeno)
|
chance, contingency, contingent, likelihood, ενδέχεται
|
5
|
ενεργούμενο (energoúmeno)
|
energumen, instrument, pawn, tool, ενεργούμενος
|
5
|
ενεργός (energós)
|
active, απενεργοποίηση, ενέργεια, ενεργοποίηση, ενεργοποιώ
|
5
|
ενσωματωμένος (ensomatoménos)
|
baked-in, built-in, embedded, onboard, ενσωματώνω
|
5
|
επικάλυψη (epikálypsi)
|
overlap, topping, επικαλύπτω, επικαλύψεις, κάλυψη
|
5
|
επιμελής (epimelís)
|
assiduous, careful, meticulous, mindful, επιμέλεια
|
5
|
εύγε (évge)
|
hurrah, way to go, well done, αίσχος, ντροπή
|
5
|
εύθυμος (éfthymos)
|
gay, Ευθυμία, άκεφος, ευθυμία, κεφάτος
|
5
|
ζευγάρωμα (zevgároma)
|
coupling, mating, sexual intercourse, ζευγάρι, συνουσία
|
5
|
ζηλιάρα (ziliára)
|
-άρης, ζήλια, ζήλος, ζηλεύω, ζηλιάρης
|
5
|
ζημία (zimía)
|
damage, injury, ζημιώνω, κέρδος, όφελος
|
5
|
ζωντάνια (zontánia)
|
liveliness, verve, vitality, ζωή, ζωντανός
|
5
|
θρήσκος (thrískos)
|
pious, religious, θρησκεία, θρησκόληπτος, θρῆσκος
|
5
|
ιδιότροπος (idiótropos)
|
fussy, wayward, ανάποδος, δύσκολος, παράξενος
|
5
|
ιμάντας (imántas)
|
band, belt, strap, κεμέρι, ἱμάς
|
5
|
ισχυρή (ischyrí)
|
ισχυρή αλληλεπίδραση, ισχυρή δύναμη, ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση, ισχυρή πυρηνική δύναμη, ισχυρός
|
5
|
ισχυρογνωμοσύνη (ischyrognomosýni)
|
obduracy, obstinacy, stubbornness, γινάτι, πείσμα
|
5
|
κάνναβη (kánnavi)
|
cannabis, cãnavi, hemp, κάνναβις, χασίς
|
5
|
καίτοι (kaítoi)
|
albeit, but, though, while, αν και
|
5
|
καθυστερημένος (kathysteriménos)
|
moron, retard, slow, βλαμμένος, όψιμος
|
5
|
κακομαθημένος (kakomathiménos)
|
spoiled, spoilt, καλομαθημένος, μαθαίνω, μαθημένος
|
5
|
κακομοίρης (kakomoíris)
|
poor, καημένος, καλομοίρης, μοίρα, ταλαίπωρος
|
5
|
κατάπληξη (katáplixi)
|
amazement, astonishment, awe, disbelief, καταπληκτικός
|
5
|
καταδικάζω (katadikázo)
|
condemn, convict, reprobate, κατάδικος, κατα-
|
5
|
καταπλήσσω (kataplísso)
|
amaze, astound, awe, flabbergast, καταπληκτικός
|
5
|
καφάσι (kafási)
|
lattice, قفس, قفس, قفص, ܩܦܣܐ
|
5
|
κοιλότητα (koilótita)
|
cavity, hollow, loculus, κοιλιά, ρινική κοιλότητα
|
5
|
κοσμικός (kosmikós)
|
cosmic, mundane, secular, worldly, κόσμος
|
5
|
κουτάκι (koutáki)
|
box, can, δοχείο, κιβώτιο, κουτί
|
5
|
κριτής (kritís)
|
critic, judge, referee, κρίνω, κριτής
|
5
|
κυριαρχία (kyriarchía)
|
chiriarhie, preponderance, sovereignty, supremacy, κυριαρχώ
|
5
|
κύων (kýon)
|
Μέγας Κύων, Μικρός Κύων, κυνικός, κύων, σκύλος
|
5
|
λαβίδα (lavída)
|
forceps, tweezers, λαβίς, μασιά, τσιμπίδα
|
5
|
λαβράκι (lavráki)
|
-άκι, lavrac, levrek, sea bass, лаврак
|
5
|
λαχτάρα (lachtára)
|
craving, hunger, itch, αραθυμιά, επιθυμία
|
5
|
λεγόμενος (legómenos)
|
so-called, άπαξ λεγόμενον, αμφι-, δήθεν, λέω
|
5
|
λειρί (leirí)
|
cockscomb, wattle, λείριον, ϩⲗⲏⲣⲓ, ḥrrt
|
5
|
λογοδιάρροια (logodiárroia)
|
logorrhea, verbal diarrhea, διάρροια, διαρρέω, λόγος
|
5
|
μεταμορφώνω (metamorfóno)
|
transform, turn into, μεταμορφόω, μεταμόρφωση, μορφή
|
5
|
μηνάω (mináo)
|
αμήνυτος, διαμηνύω, μήνυμα, μηνύω, προμηνύω
|
5
|
μισητός (misitós)
|
heinous, invidious, αγαπημένος, μισημένος, μισώ
|
5
|
μυρώνω (myróno)
|
anoint, mirosi, miruses, njurzescu, μυρωμένος
|
5
|
ντιβάνι (ntiváni)
|
divan, dywʾn', καναπές, دیوان, دیوان
|
5
|
νυσταγμένος (nystagménos)
|
drowsy, sleepy, somnolent, ανύστακτος, νυστάζω
|
5
|
ξεχείλισμα (xecheílisma)
|
outpouring, overflow, ξεχειλίζω, υπερχείλιση, χείλος
|
5
|
οπίσθιος (opísthios)
|
hinder, posterior, εμπρός, εμπρόσθιος, μπροστινός
|
5
|
παθητικός (pathitikós)
|
pathetic, receptive, ενεργητικός, μεσοπαθητικός, πάθος
|
5
|
παλαμίδα (palamída)
|
Atlantic bonito, bonito, palamut, pălămidă, بلوط
|
5
|
παρήγορος (parígoros)
|
απαραμύθητος, απαρηγόρητος, παρηγορημένος, παρηγοριά, παρηγορώ
|
5
|
παρωνύμιο (paronýmio)
|
cognomen, επωνυμία, παρατσούκλι, πατρωνυμικός, όνομα
|
5
|
περιβάλλω (perivállo)
|
encompass, envelop, βάλλω, περιβόλι, περικλείω
|
5
|
πηγαινοέρχομαι (pigainoérchomai)
|
come and go, shuttle, έρχομαι, πηγαίνω, πηγαινέλα
|
5
|
πληκτικός (pliktikós)
|
boring, plicticos, plictisi, ανιαρός, πλήττω
|
5
|
ποθώ (pothó)
|
desire, hunger, love/translations, lust, θέλω
|
5
|
προθεσμία (prothesmía)
|
deadline, βραχυ-, βραχυπρόθεσμος, εκ-, μακροπρόθεσμος
|
5
|
προικισμένος (proikisménos)
|
talented, well-endowed, ατάλαντος, προίκα, ταλαντούχος
|
5
|
προσβάλλω (prosvállo)
|
affect, insult, outrage, βάλλω, προσβολή
|
5
|
πρόνοια (prónoia)
|
foresight, pronoia, providence, welfare, προσοχή
|
5
|
πρόστυχος (próstychos)
|
ignoble, lewd, nasty, vile, vulgar
|
5
|
πυγή (pygí)
|
έδρα, κωλοτρυπίδα, κώλος, πηγή, πρωκτός
|
5
|
σεβαστός (sevastós)
|
revered, ευσέβαστος, σέβας, σέβομαι, σεβασμός
|
5
|
στέφανο (stéfano)
|
στέφανος, στέφω, στεφάνη, στεφάνι, φωτοστέφανο
|
5
|
στέφανος (stéfanos)
|
Βόρειος Στέφανος, στέφανος, στέφω, στεφάνη, στεφάνι
|
5
|
στήνω (stíno)
|
fix, pitch, rig, set, συστήνω
|
5
|
στεναχωρεμένος (stenachoreménos)
|
στεναχωρημένος, στεναχωριέμαι, στεναχωρούμαι, στενοχωρημένος, στενοχωρώ
|
5
|
στενοχωρεμένος (stenochoreménos)
|
στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, στενοχωριέμαι, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ
|
5
|
στύλος (stýlos)
|
pillar, post, shaft, stanchion, style
|
5
|
συγκαλύπτω (sygkalýpto)
|
dissimulate, αποκρύπτω, καλύπτω, κουκουλώνω, συγκάλυψη
|
5
|
συναγωνισμός (synagonismós)
|
competition, contest, άμιλλα, ανταγωνισμός, αντιπαλότητα
|
5
|
συνομιλώ (synomiló)
|
chat, converse, discourse, talk, συνομιλία
|
5
|
συνουσιάζομαι (synousiázomai)
|
have sex, sex/translations, γαμάω, κοιμάμαι, πηδάω
|
5
|
σφάζω (sfázo)
|
-ιμο, butcher, slaughter, σφάξιμο, σφαγή
|
5
|
σχολαστικός (scholastikós)
|
fussy, pedant, pedantic, punctilious, ψείρας
|
5
|
σόφισμα (sófisma)
|
sophism, sophistry, σοφία, σοφός, σόφισμα
|
5
|
σύζευξη (sýzefxi)
|
conjugation, conjunction, connection, coupling, union
|
5
|
τέχνασμα (téchnasma)
|
device, subterfuge, wile, απάτη, κομπίνα
|
5
|
ταξινόμηση (taxinómisi)
|
breakdown, categorization, classification, ranking, taxonomy
|
5
|
ταπεινός (tapeinós)
|
base, meek, modest, tapinos, ταπεινότητα
|
5
|
τιποτένιος (tipoténios)
|
nobody, paltry, trivial, worthless, τίποτα
|
5
|
τόμος (tómos)
|
book/translations, tome, volume, τ., τομ.
|
5
|
υιοθεσία (yiothesía)
|
adoption, iotesie, γιος, θέση, υιοθετώ
|
5
|
υποβάλλω (ypovállo)
|
subject, submit, βάλλω, καταθέτω, παρουσιάζω
|
5
|
φανέλα (fanéla)
|
fanela, singlet, vest, εσώρουχο, φανελάκι
|
5
|
φανατικός (fanatikós)
|
bigoted, fanatic, fanatical, idolatrous, rabid
|
5
|
φθίση (fthísi)
|
consumption, phthisis, φθίσις, φυματίωση, χτικιό
|
5
|
φλαμούρι (flamoúri)
|
ash, basswood, flamma, linden, فلامور
|
5
|
φρικτός (friktós)
|
awful, gruesome, terrible, απαίσιος, υπέροχος
|
5
|
φυγή (fygí)
|
flight, fugue, τρέπω, φεύγω, φυγάς
|
5
|
φώλι (fóli)
|
fol, folluk, nest egg, αποφώλι, فول
|
5
|
χάρις (cháris)
|
har, παραδείγματος χάριν, χάρη, χάριν, χαίρω
|
5
|
χαμψί (champsí)
|
hamsi, hamsie, хамса, хамсия, خمسی
|
5
|
χωριάτισσα (choriátissa)
|
villager, χωριάτα, χωριάτης, χωρική, χωριό
|
5
|
ψαρής (psarís)
|
ψαρά, ψαριά, ψαριάς, ψαριές, ψαριών
|
5
|
ψυχιατρείο (psychiatreío)
|
mental hospital, τρελοκομείο, ψυχίατρος, ψυχιατρική, ψυχιατρικός
|
5
|
ὁ (ho)
|
αι, ο, τη, τω, όφις
|
4
|
-άρικο (-áriko)
|
-άρης, εικοσάρικο, πενηντάρικο, χιλιάρικο
|
4
|
-άτος (-átos)
|
-άτικος, αφράτος, γαμάτος, κεφάτος
|
4
|
-αρος (-aros)
|
-άκι, -άρας, -αράς, μούναρος
|
4
|
-ινος (-inos)
|
γυάλινος, κίτρινος, πέτρινος, χάρτινος
|
4
|
-ιο (-io)
|
-ιος, κηροπήγιο, κολέγιο, πιόνιο
|
4
|
-μάρα (-mára)
|
κουταμάρα, σαχλαμάρα, σηκωμάρα, χαζομάρα
|
4
|
-ξη (-xi)
|
ένδειξη, διακήρυξη, τήξη, υποστήριξη
|
4
|
-ούρα (-oúra)
|
γαϊδούρα, καούρα, παλιατζούρα, شماندره
|
4
|
-πόδαρο (-pódaro)
|
βατραχοπόδαρο, καρεκλοπόδαρο, λαγοπόδαρο, ξυλοπόδαρο
|
4
|
und
|
Φάινμαν, σκέιτ, σκέιτμπορντ, σκέιτμπορντινγκ
|
4
|
Άγιοι Σαράντα (Ágioi Saránta)
|
Sarandë, Sarandë, Sãrande, Sãrandã
|
4
|
Αρμάνος (Armános)
|
Aromanian, armãn, Βλάχος, βλάχος
|
4
|
Αυγουστίνος (Avgoustínos)
|
Augustine, Augustinus, Αύγουστος, Αὐγουστῖνος
|
4
|
Βενέτσια (Venétsia)
|
Venetia, Venice, Βενετία, Βενετσιάνος
|
4
|
Γαλατία (Galatía)
|
Galata, Galatia, Gaul, Γαλατία
|
4
|
Γιαννόπουλος (Giannópoulos)
|
-όπουλος, Giannopoulos, Johnson, Yiannopoulos
|
4
|
Γιούνη (Gioúni)
|
Ιουνίου, Ιούνη, Ιούνιε, Ιούνιο
|
4
|
Δημοκρατία (Dimokratía)
|
Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Δημοκρατία της Κίνας, Δημοκρατία της Κορέας, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
|
4
|
Ελληνική Δημοκρατία (Ellinikí Dimokratía)
|
Hellas, Hellenic Republic, Ελλάς, 音訳
|
4
|
Ευφράτης (Effrátis)
|
Euphrates, Εὐφράτης, 𐎢𐎳𐎼𐎠𐎬𐎢, 𒀀𒇉𒌓𒄒𒉣
|
4
|
Ηπειρώτης (Ipeirótis)
|
Epirote, ipirot, Ήπειρος, Ἠπειρώτης
|
4
|
Θεέ μου (Theé mou)
|
by God, oh dear, oh my God, Θεός
|
4
|
Ιερεμίας (Ieremías)
|
Jeremiah, ירמיה, Ἰερεμίας, Ἱερεμίας
|
4
|
Ισλάμ (Islám)
|
-ίστρια, -ιστής, Islam, Μωάμεθ
|
4
|
Κ.Π. (K.P.)
|
Κ.Ε., μ.Χ., π.Κ.Ε., π.Χ.
|
4
|
Κ.Χ. (K.Ch.)
|
Κ.Ε., μ.Χ., π.Κ.Ε., π.Χ.
|
4
|
Καισάρεια (Kaisáreia)
|
Caesarea, Caesarea, Kayseri, Καισάρεια
|
4
|
Κοινή Εποχή (Koiní Epochí)
|
Common Era, Κ.Ε., π.Κ.Ε., προ
|
4
|
Κωνσταντάκης (Konstantákis)
|
Constanadache, Constandache, Costandache, Costandachi
|
4
|
Μέλισσα (Mélissa)
|
Melis, Melisa, Melissa, Μέλισσα
|
4
|
Μλιετ (Mliet)
|
Melita, Mljet, Μελίτη, 𐤌𐤋𐤈
|
4
|
Οχτώβρη (Ochtóvri)
|
Οκτωβρίου, Οκτώβρη, Οκτώβριε, Οκτώβριο
|
4
|
Ρεβέκκα (Revékka)
|
Rebecca, Rebekah, Ρεμπέκα, Ῥεβέκκα
|
4
|
Σμαραγδάκης (Smaragdákis)
|
Smarandache, Smărăndache, Zmarandache, Zmărândache
|
4
|
Τίγρης (Tígris)
|
Idiglat, Τίγρης, 𐎫𐎡𐎥𐎼𐎠, 𒀀𒇉𒈦𒄘𒃼
|
4
|
Τίγρητας (Tígritas)
|
Idiglat, Τίγρης, 𐎫𐎡𐎥𐎼𐎠, 𒀀𒇉𒈦𒄘𒃼
|
4
|
Χριστιανός (Christianós)
|
Christian, Hristiyan, hristian, hristian
|
4
|
Χριστόφορος (Christóforos)
|
-φόρος, Christopher, Άγιος Χριστόφορος και Νέβις, Χριστόφορος
|
4
|
έγκυρος (égkyros)
|
valid, εγ-, εγκυρότητα, ενημέρωση
|
4
|
έδρανο (édrano)
|
bearing, floor, έδρα, καρέκλα
|
4
|
έκκριση (ékkrisi)
|
discharge, secretion, απέκκριση, απόκριμα
|
4
|
έκσταση (ékstasi)
|
ecstasy, rapture, στάση, ἔκστασις
|
4
|
έκτρωμα (éktroma)
|
abomination, abortion, απόβαλμα, απόρριγμα
|
4
|
έλασμα (élasma)
|
foil, lamina, plate, ἔλασμα
|
4
|
έπομαι (épomai)
|
come after, shoh, διαδέχομαι, επόμενος
|
4
|
ίζημα (ízima)
|
deposit, precipitate, κατακάθι, ἵζημα
|
4
|
αιμο- (aimo-)
|
αιμοληψία, αιμορραγία, αιμορραγώ, αιμοφιλία
|
4
|
απλοποιημένος (aplopoiiménos)
|
simplified, streamlined, απλοποιούμαι, απλοποιώ
|
4
|
αποκλήωση (apoklíosi)
|
αποκλήρωσης, αποκληρώσεις, αποκληρώσεων, αποκληρώσεως
|
4
|
αποσκληρυμένος (aposkliryménos)
|
αποσκληραίνομαι, αποσκληραίνω, αποσκληρύνομαι, αποσκληρύνω
|
4
|
αποσκληρυμμένος (aposklirymménos)
|
αποσκληραίνομαι, αποσκληραίνω, αποσκληρύνομαι, αποσκληρύνω
|
4
|
ασχημίζω (aschimízo)
|
άσχημος, ασχημαίνω, νοστιμίζω, νοστιμεύω
|
4
|
αυτοδημιούργητος (aftodimioúrgitos)
|
self-caused, self-made, δημιουργημένος, δημιουργός
|
4
|
βαρβαρικός (varvarikós)
|
barbarian, barbaric, βάρβαρος, βαρβαρικός
|
4
|
βιβάζω (vivázo)
|
αναβιβάζω, αποβιβάζω, διαβάζω, επιβιβάζω
|
4
|
βρομίζω (vromízo)
|
dirty, βρομάω, βρόμη, βρόμικος
|
4
|
βρομιά (vromiá)
|
βρομάω, βρομο-, βρόμη, βρόμικος
|
4
|
γεωγραφικό μήκος (geografikó míkos)
|
longitude, γεωγραφικό, γεωγραφικός, μήκος
|
4
|
γεωγραφικό πλάτος (geografikó plátos)
|
latitude, γεωγραφικό, γεωγραφικός, πλάτος
|
4
|
γηρατειά (girateiá)
|
age, old age, γεράματα, νιάτα
|
4
|
γιαρκόν (giarkón)
|
giargone, jargon, jargoon, زرقون
|
4
|
γοητευμένος (goïtevménos)
|
charmed, αγοήτευτος, γοητεία, γοητεύω
|
4
|
γυάλα (gyála)
|
jar, γυαλί, δοχείο, θερμοκοιτίδα
|
4
|
δίωξη (díoxi)
|
action, persecution, διώκω, διώχνω
|
4
|
δαγκάνα (dagkána)
|
claw, mandible, δαγκάνω, δαγκώνω
|
4
|
δειλινό (deilinó)
|
evening, αυγή, χάραμα, χαραυγή
|
4
|
δεξιόστροφος (dexióstrofos)
|
clockwise, dextrorotatory, αριστερόστροφος, στρέφω
|
4
|
δηκτικός (diktikós)
|
mordant, pungent, snarky, δεικτικός
|
4
|
διάκος (diákos)
|
dijak, đak, διάκονος, ђак
|
4
|
διάσπαση (diáspasi)
|
chasm, decomposition, fission, διασπώ
|
4
|
διάταγμα (diátagma)
|
declaration, edict, απόφαση, διαταγή
|
4
|
διαίσθηση (diaísthisi)
|
insight, intuition, αίσθηση, διαισθάνομαι
|
4
|
διαβολάκι (diavoláki)
|
imp, pickle, urchin, διάβολος
|
4
|
διαγούμισμα (diagoúmisma)
|
pillage, plunder, sack, διαγουμίζω
|
4
|
διαδίδω (diadído)
|
δίδω, εξάγω, εξαγωγή, προϊόν
|
4
|
διαθέτω (diathéto)
|
possess, stock, διαθέτης, θέτω
|
4
|
διαστρέφω (diastréfo)
|
belie, distort, garble, στρέφω
|
4
|
διατάζω (diatázo)
|
command, order, διαταγή, προστάζω
|
4
|
διατύπωση (diatýposi)
|
expression, redaction, wording, διατυπώνω
|
4
|
διαφθείρω (diaftheíro)
|
corrupt, debauch, διεφθαρμένος, ξελογιάζω
|
4
|
διεισδύω (dieisdýo)
|
infiltrate, percolate, pierce, δύω
|
4
|
δοκησίσοφος (dokisísofos)
|
pedant, pedantic, δοκησισοφία, σοφός
|
4
|
δυσ- (dys-)
|
δυσκοίλιος, δυσκρασία, δυστύχημα, εύκολος
|
4
|
δυσφημώ (dysfimó)
|
αβανεύω, αβανιάζω, κακολογώ, φημίζομαι
|
4
|
εγκύκλιος (egkýklios)
|
circular, circular letter, flyer, ἐγκύκλιος
|
4
|
εδάφιο (edáfio)
|
passage, quote, verse, έδαφος
|
4
|
ειδικότητα (eidikótita)
|
major, specialization, specialty, ειδικεύω
|
4
|
εισαγωγικός (eisagogikós)
|
introductory, εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγικά
|
4
|
εκατόμβη (ekatómvi)
|
carnage, hecatomb, εκατό, ἑκατόμβη
|
4
|
εκκίνηση (ekkínisi)
|
bootstrap, start, αρχικοποίηση, επανεκκίνηση
|
4
|
εκκαθάριση (ekkathárisi)
|
liquidation, purge, settlement, ανεκκαθάριστος
|
4
|
εκκρίνω (ekkríno)
|
secrete, απεκκρίνω, αποκρίνω, κρίνω
|
4
|
εκπυρσοκροτώ (ekpyrsokrotó)
|
discharge, go off, κροτώ, κρότος
|
4
|
ελεεινός (eleeinós)
|
deplorable, disgraceful, forlorn, wretched
|
4
|
ελλιπής (ellipís)
|
imperfect, άρτιος, λίπος, λείπω
|
4
|
εμπλέκω (empléko)
|
snarl, tangle, μπλέκω, πλέκω
|
4
|
εμψύχωση (empsýchosi)
|
αναψύχωση, ενθάρρυνση, παρότρυνση, ψύχωση
|
4
|
ενίσχυση (eníschysi)
|
booster, enhancement, ενισχύω, ισχύω
|
4
|
ενσαρκώνω (ensarkóno)
|
embody, incarnate, ενσάρκωση, σάρκα
|
4
|
εξάλειψη (exáleipsi)
|
elimination, suppression, αλείφω, εξαλείφω
|
4
|
εξαιρώ (exairó)
|
except, recuse, εξαίρεση, εξαίρω
|
4
|
εξοντώνω (exontóno)
|
exterminate, αλληλοεξοντωτικός, εξοντωτικός, συντρίβω
|
4
|
επίπληξη (epíplixi)
|
rebuke, reprimand, reproach, sermon
|
4
|
επίτροπος (epítropos)
|
commissioner, epitrop, επιτρέπω, епитроп
|
4
|
επανδρώνω (epandróno)
|
crew, man/translations, staff, παντρεύω
|
4
|
επανορθώνω (epanorthóno)
|
retrieve, ανεπανόρθωτος, επανόρθωση, ορθώνω
|
4
|
επενδύω (ependýo)
|
δύω, επένδυση, επενδυτής, επενδύτης
|
4
|
επιδεινώνομαι (epideinónomai)
|
επιδεινώνω, καλυτερεύω, χαλάω, χειροτερεύω
|
4
|
επιδεξιότητα (epidexiótita)
|
ability, adroitness, dexterity, skill
|
4
|
επιθεώρηση (epitheórisi)
|
inspection, survey, επιθεωρητής, επιθεωρώ
|
4
|
επικαλούμαι (epikaloúmai)
|
appeal, invoke, quote, καλώ
|
4
|
επικρατών (epikratón)
|
dominant, prevailing, prevalent, επικρατώ
|
4
|
επιούσιος (epioúsios)
|
daily bread, living, ουσία, ἐπιούσιος
|
4
|
επιπροσθέτως (epiprosthétos)
|
additionally, besides, in addition, on top of
|
4
|
επιστασία (epistasía)
|
supervision, επιβλέπω, επιστάτης, επιστάτρια
|
4
|
επιτυχημένος (epitychiménos)
|
successful, επιτυγχάνομαι, επιτυγχάνω, πετυχαίνω
|
4
|
ερωτοτροπώ (erototropó)
|
court, flirt, φασώνομαι, φλερτάρω
|
4
|
ευ- (ef-)
|
ευαγγελίζομαι, ευεπηρέαστος, ευθυμία, εύκολος
|
4
|
ευαισθησία (evaisthisía)
|
idiosyncrasy, sensitivity, αίσθηση, αισθητικότητα
|
4
|
ευκαμψία (efkampsía)
|
flexibility, pliability, ευελιξία, κάμπτω
|
4
|
ευπρεπίζω (efprepízo)
|
groom, ανθρωπεύω, πρέπει, πρέπω
|
4
|
ευχέτης (efchétis)
|
ευχή, ευχετήριος, ευχετικός, εύχομαι
|
4
|
ευωχία (evochía)
|
banquet, feast, glee, wassail
|
4
|
εχεμύθεια (echemýtheia)
|
discretion, reticence, secrecy, taciturnity
|
4
|
ζέρζελο (zérzelo)
|
ζέρδελο, زردآلو, زردالو, زردالو
|
4
|
ζαρταλούδι (zartaloúdi)
|
ζέρδελο, زردآلو, زردالو, زردالو
|
4
|
ζεντ (zent)
|
zed, zee, zeta, ζῆτα
|
4
|
ζερδαλί (zerdalí)
|
ζέρδελο, زردآلو, زردالو, زردالو
|
4
|
ζερδελί (zerdelí)
|
ζέρδελο, زردآلو, زردالو, زردالو
|
4
|
ζηλεμένος (zileménos)
|
αξιοζήλευτος, ζήλος, ζηλευτός, ζηλεύω
|
4
|
ζωντανό (zontanó)
|
ζωή, ζωντανός, ζωντόβολο, ζώο
|
4
|
θαλασσοπούλι (thalassopoúli)
|
seabird, γλαροπούλι, θάλασσα, πουλί
|
4
|
θαλασσοταραχή (thalassotarachí)
|
θάλασσα, κλύδων, σάλος, ταράζω
|
4
|
θαλασσόλυκος (thalassólykos)
|
salt/translations, seadog, θάλασσα, λύκος
|
4
|
θαμμένος (thamménos)
|
buried, άθαφτος, αποθαμένος, θάβω
|
4
|
θεραπευτήριο (therapeftírio)
|
infirmary, sanatorium, ασκληπιείο, θεραπεύω
|
4
|
θερμοπαρακαλώ (thermoparakaló)
|
εκλιπαρώ, ικετεύω, καλώ, παρακαλώ
|
4
|
θρέφω (thréfo)
|
έθρεψα, αναθρέφω, θράφηκα, θρεμμένος
|
4
|
θυρωρός (thyrorós)
|
concierge, doorman, θυρωρός, μπουάπης
|
4
|
ιπποδρόμιο (ippodrómio)
|
hippodrome, racecourse, racetrack, turf
|
4
|
ιχθυαγορά (ichthyagorá)
|
fishmarket, αγορά, ιχθύς, ψαραγορά
|
4
|
κάμψη (kámpsi)
|
inflection, push-up, κάμπτω, κάμψεις
|
4
|
κάτισχνος (kátischnos)
|
αδυνατισμένος, αποσκελετωμένος, αποστεωμένος, κάτ-
|
4
|
κάφρος (káfros)
|
kaffir, philistine, κόπανος, كافر
|
4
|
κέδρος (kédros)
|
cedar, chedru, κέδρος, κεδρότσιχλα
|
4
|
κήρυγμα (kírygma)
|
homily, kerygma, sermon, κήρυγμα
|
4
|
καβάλα (kavála)
|
caballus, cavało, horseback, Καβάλα
|
4
|
κακομαθαίνω (kakomathaíno)
|
indulge, pamper, spoil, μαθαίνω
|
4
|
κακόκεφος (kakókefos)
|
άκεφος, κέφι, κακοκεφιά, κεφάτος
|
4
|
καλαπόδι (kalapódi)
|
calapod, last, καλοπόδιον, καλούπι
|
4
|
καλο- (kalo-)
|
καλοήθης, καλομάνα, καλομαθημένος, καλομοίρης
|
4
|
καλυμμένος (kalymménos)
|
άντυτος, ακάλυπτος, καλύπτω, ντυμένος
|
4
|
καρό (karó)
|
diamond, diamonds, διαμάντι, κούπα
|
4
|
κασετίνα (kasetína)
|
canteen, casket, pencil case, κασέτα
|
4
|
κασετόφωνο (kasetófono)
|
cassette recorder, απομαγνητοφωνώ, κασέτα, φωνή
|
4
|
κατάψυξη (katápsyxi)
|
freezer, κατεψυγμένος, κουζίνα, ψύξη
|
4
|
καταδίωξη (katadíoxi)
|
chase, persecution, pursuit, καταδιώκω
|
4
|
κατεστημένο (katestiméno)
|
establishment, καθεστώς, καθιστώ, κατεστημένος
|
4
|
καυστικός (kafstikós)
|
acid, caustic, mordant, pungent
|
4
|
καφασωτός (kafasotós)
|
قفس, قفس, قفص, ܩܦܣܐ
|
4
|
κερασός (kerasós)
|
cereja, kirsikka, kirsuber, sareza
|
4
|
κιλίμι (kilími)
|
kilim, κάλυμμα, كلیم, گلیم
|
4
|
κοινοποίηση (koinopoíisi)
|
carbon, notice, έκδοση, αναδημοσίευση
|
4
|
κοινότοπος (koinótopos)
|
hackneyed, mundane, prosaic, trite
|
4
|
κοιταγμένος (koitagménos)
|
αγριοκοιταγμένος, κοιτάζω, κοιτάω, κοιτιέμαι
|
4
|
κολυμβήθρα (kolymvíthra)
|
baptismal font, colimvitră, font, κολυμπάω
|
4
|
κομματιάζω (kommatiázo)
|
fragment, shred, κομμάτι, συντρίβω
|
4
|
κουκουνάρι (koukounári)
|
-αριά, coconar, cone, pinecone
|
4
|
κρέμομαι (krémomai)
|
κρεμάω, κρεμιέμαι, κρεμώ, χείλη
|
4
|
κόλληση (kóllisi)
|
κολλάω, κόλλα, κόλλημα, οξυγονοκόλληση
|
4
|
κόψιμο (kópsimo)
|
cut, cutting, διάρροια, κόβω
|
4
|
κώλυμα (kólyma)
|
deadlock, hindrance, κωλύω, κόλλημα
|
4
|
λαμπερός (lamperós)
|
-ερός, bright, λάμπω, μουντός
|
4
|
λαμπρότητα (lamprótita)
|
glory, sheen, splendor, λάμπω
|
4
|
λεγεώνα (legeóna)
|
league, legio, legion, λεγεών
|
4
|
λεηλασία (leïlasía)
|
pillage, plunder, sack, πλιάτσικο
|
4
|
λερωμένος (leroménos)
|
dirty, soiled, βρόμικος, λερώνω
|
4
|
λευκαίνω (lefkaíno)
|
bleach, whiten, λευκαντικό, λευκός
|
4
|
μάνδρα (mándra)
|
αρχι-, αρχιμανδρίτης, μάνδρα, μάντρα
|
4
|
μάτσα (mátsa)
|
matcha, maça, μάτσο, ماچه
|
4
|
μαινόμενος (mainómenos)
|
furious, livid, rabid, μανία
|
4
|
μανέστρα (manéstra)
|
noodle, ζυμαρικό, κριθάρι, κριθαράκι
|
4
|
μανιώδης (maniódis)
|
geek, rabid, voracious, μανία
|
4
|
μεγαλείο (megaleío)
|
glory, greatness, splendor, μεγαλειώδης
|
4
|
μελέτη (meléti)
|
discussion, study, διάβασμα, μελετάω
|
4
|
μεμψιμοιρώ (mempsimoiró)
|
cavil, γκρινιάζω, κλαίω, μέμφομαι
|
4
|
μεσολαβώ (mesolavó)
|
intercede, intermediate, intervene, mediate
|
4
|
μετά χαράς (metá charás)
|
gladly, with pleasure, χαρά, χαράς
|
4
|
μεταβάλλω (metavállo)
|
change, αμετάβλητος, βάλλω, γίνομαι
|
4
|
μεταλαμβάνω (metalamváno)
|
partake, take part, κοινωνώ, λαμβάνω
|
4
|
μετανιωμένος (metanioménos)
|
regretful, repentant, αμεταμέλητος, αμετανόητος
|
4
|
μετατροπή (metatropí)
|
μεταγραμματισμός, μεταγραφή, μετατρέπω, μετατροπέας
|
4
|
μετεμψύχωση (metempsýchosi)
|
metempsychosis, transmigration, ψυχή, ψύχωση
|
4
|
μηχανορραφία (michanorrafía)
|
intrigue, machination, scheme, μηχανή
|
4
|
μισέλληνας (miséllinas)
|
mishellene, ανθέλληνας, γραικύλος, φιλέλληνας
|
4
|
μοίρασμα (moírasma)
|
διανομή, μοιράζω, μοιρασμένος, παράδοση
|
4
|
μοιραίος (moiraíos)
|
baneful, terminal, αναπόφευκτος, μοίρα
|
4
|
μοιρασιά (moirasiá)
|
distribution, μοιράζω, μοιρασμένα, μοιρασμένος
|
4
|
μοιχεύω (moichévo)
|
απατώ, βάζω κέρατα, κερατώνω, φοράω κέρατα
|
4
|
μυλωνάς (mylonás)
|
-άς, miller, αλευροβιομήχανος, μύλος
|
4
|
νήπιο (nípio)
|
baby, infant, toddler, μωρό
|
4
|
ναζιάρικα (naziárika)
|
νάζι, ναζιάρα, ναζιάρης, ναζού
|
4
|
ναζιάρικος (naziárikos)
|
νάζι, ναζιάρα, ναζιάρης, ναζού
|
4
|
νεοσσός (neossós)
|
chick, fledgling, αετόπουλο, νεοσσός
|
4
|
νεράτζι (nerátzi)
|
νεράντζι, νεράντζιον, نارنج, نارنگ
|
4
|
νεροσυρμή (nerosyrmí)
|
αυλάκι, αυλακιά, γράνα, συρμή
|
4
|
νευρόσπαστο (nevróspasto)
|
fidget, puppet, ανάδεμα, σπάζω
|
4
|
νοικάρης (noikáris)
|
ένοικος, εκμισθωτής, ενοικιαστής, μισθωτής
|
4
|
νοσηρός (nosirós)
|
morbidity, sick, unhealthy, φαντασία
|
4
|
νοώ (noó)
|
εννοώ, επινοώ, νοέω, νοῶ
|
4
|
νταηλίκι (ntaïlíki)
|
bravado, bullying, μαγκιά, τσαμπουκάς
|
4
|
νυσταλέος (nystaléos)
|
sleepy, somnolent, ανύστακτος, νυστάζω
|
4
|
ξαφνιάζω (xafniázo)
|
startle, surprise, take aback, αιφνιδιάζω
|
4
|
ξεδιαλύνω (xedialýno)
|
riddle, διαλύω, λύνω, ξελύνω
|
4
|
ξεκαθαρίζω (xekatharízo)
|
clear, αξεκαθάριστος, καθαρός, ξεκάθαρος
|
4
|
ξενάγηση (xenágisi)
|
tour, ξεναγός, ξεναγώ, περιήγηση
|
4
|
ξεφωνίζω (xefonízo)
|
scream, κράζω, φωνάζω, φωνή
|
4
|
οικονομημένος (oikonomiménos)
|
οικονομάω, οικονομία, οικονομιέμαι, οικονομώ
|
4
|
ονειροπόλος (oneiropólos)
|
daydreamer, dreamer, αιθεροβάτης, όνειρο
|
4
|
ουράνωση (ouránosi)
|
palatalization, ουρανικοποίηση, ουρανικός, υπερωικοποίηση
|
4
|
ούρηση (oúrisi)
|
urination, αποχωρητήριο, κατούρημα, χέσιμο
|
4
|
π.Κ.Π. (p.K.P.)
|
Κ.Ε., μ.Χ., π.Κ.Ε., π.Χ.
|
4
|
π.Κ.Χ. (p.K.Ch.)
|
Κ.Ε., μ.Χ., π.Κ.Ε., π.Χ.
|
4
|
πάσσαλος (pássalos)
|
pale, post, stake, πάσσαλος
|
4
|
παλιογυναίκα (paliogynaíka)
|
payyomara, tramp, βρομοθήλυκο, βρωμοθήλυκο
|
4
|
παλιόπαιδο (paliópaido)
|
brat, urchin, κωλόπαιδο, σκατόπαιδο
|
4
|
πανικός (panikós)
|
panic, panică, πανικοβάλλω, πανικός
|
4
|
παραμάνα (paramána)
|
nurse, safety pin, wet nurse, βαβά
|
4
|
παρανόμι (paranómi)
|
cognomen, handle, επωνυμία, παρατσούκλι
|
4
|
παραπατώ (parapató)
|
stagger, totter, waddle, πατάω
|
4
|
παρασύρω (parasýro)
|
lead astray, ξελογιάζω, σέρνω, σύρω
|
4
|
παρεμβαίνω (paremvaíno)
|
interpose, step in, βαίνω, επεμβαίνω
|
4
|
παστρεύω (pastrévo)
|
pãstrescu, pãstrest, păstra, пастря
|
4
|
παχαίνω (pachaíno)
|
αδυνατίζω, απισχναίνω, λιώνω, παχύς
|
4
|
περίσκεψη (perískepsi)
|
caution, discretion, σκέφτομαι, συλλογή
|
4
|
περασμένα ξεχασμένα (perasména xechasména)
|
let bygones be bygones, ξεχασμένος, περασμένα, περασμένος
|
4
|
περιεργάζομαι (periergázomai)
|
go over, scrutinize, εργάζομαι, περιέργεια
|
4
|
περιληπτικός (periliptikós)
|
brief, collective, synoptic, περιλαμβάνω
|
4
|
περισπώμενος (perispómenos)
|
περισπωμένη, περισπωμένης, περισπωμένων, περισπώμενες
|
4
|
περισυλλογή (perisyllogí)
|
contemplation, meditation, συλλέγω, συλλογή
|
4
|
πικάντικος (pikántikos)
|
hot, spicy, tangy, αλμυρός
|
4
|
πλήγμα (plígma)
|
wound, πλήττω, πληγώνω, πλῆγμα
|
4
|
πλακίδιο (plakídio)
|
bar/translations, slate, tablet, tile
|
4
|
πλαστογραφώ (plastografó)
|
copy, counterfeit, forge, πλαστογραφία
|
4
|
πλατειάζω (plateiázo)
|
πλάτη, πλατεία, πλατιά, πλατύς
|
4
|
πλεκτάνη (plektáni)
|
machination, scheme, πλέκω, πλεκτάνη
|
4
|
πληροφορούμαι (pliroforoúmai)
|
learn, μαθαίνω, ξέρω, πληροφορώ
|
4
|
πνίγομαι (pnígomai)
|
choke, drown, smother, πνίγω
|
4
|
πνίξιμο (pníximo)
|
choking, drowning, suffocation, πνίγω
|
4
|
πολυμαθής (polymathís)
|
erudite, learned, polymath, μαθαίνω
|
4
|
πραγματοποιήσιμος (pragmatopoiísimos)
|
feasible, viable, απραγματοποίητος, πραγματοποιώ
|
4
|
προαναφερθείς (proanafertheís)
|
above-mentioned, abovesaid, aforementioned, aforesaid
|
4
|
προετοιμασμένος (proetoimasménos)
|
prepared, απροετοίμαστος, απροπαράσκευος, προετοιμάζω
|
4
|
προκαταλαμβάνω (prokatalamváno)
|
prepossess, καταλαμβάνω, λαμβάνω, προκατάληψη
|
4
|
προσευχητάριο (prosefchitário)
|
prayer book, εύχομαι, προσευχή, προσεύχομαι
|
4
|
προσφωνώ (prosfonó)
|
hail, style, φωνάζω, φωνή
|
4
|
προσωποποιώ (prosopopoió)
|
incarnate, personify, αποπροσωποποίηση, αποπροσωποποιώ
|
4
|
πρωτομάρτυς (protomártys)
|
πρωτομάρτυρα, πρωτομάρτυρες, πρωτομάρτυρος, πρωτομαρτύρων
|
4
|
πρόληψη (prólipsi)
|
obviation, prevention, προλαμβάνω, προληπτικός
|
4
|
πτύω (ptýo)
|
fyt, pështyj, κατα-, φτύνω
|
4
|
πυθμένας (pythménas)
|
bed/translations, bottom, floor, πυθμήν
|
4
|
πυροσβεστικός (pyrosvestikós)
|
πυροσβέστης, πυροσβεστική, πυροσβεστική υπηρεσία, πυροσβεστικό σώμα
|
4
|
ρήγμα (rígma)
|
chasm, crack, split, χάσμα
|
4
|
ρευστοποιώ (refstopoió)
|
realize, λιώνω, ρέω, χύνω
|
4
|
ρευστό (refstó)
|
cash, fluid, ρευστός, χρήμα
|
4
|
ρητός (ritós)
|
explicit, rational, unequivocal, ρητό
|
4
|
ριψοκίνδυνος (ripsokíndynos)
|
daredevil, κίνδυνος, ρίπτω, ριψοκινδυνεύω
|
4
|
σακί (sakí)
|
sack, ασκί, μπούρδα, σάκος
|
4
|
σατανικός (satanikós)
|
satanic, Σατανάς, κακός, σατανισμός
|
4
|
σελιδοποίηση (selidopoíisi)
|
layout, pagination, paging, σελίδα
|
4
|
σημαδούρα (simadoúra)
|
buoy, geamandură, σημάδι, شماندره
|
4
|
σκαλιστήρι (skalistíri)
|
cultivator, ακουμπιστήρι, αξίνα, σκαλίζω
|
4
|
σκιάζω (skiázo)
|
cloud, shadow, σκιάχτρο, τρομάζω
|
4
|
σοφιστεία (sofisteía)
|
sophism, sophistry, σοφία, σοφός
|
4
|
σπήλαιο (spílaio)
|
cave, cove, fyell, спила
|
4
|
σπιτονοικοκύρης (spitonoikokýris)
|
landlord, εκμισθωτής, ενοικιαστής, σπίτι
|
4
|
στάλα (stála)
|
bead, dash, raindrop, ενσταλάζω
|
4
|
στέφανα (stéfana)
|
στέφω, στεφάνη, στεφάνι, φωτοστέφανο
|
4
|
στέψη (stépsi)
|
coronation, στέμμα, στέφω, στέψεις
|
4
|
στειρωτικός (steirotikós)
|
στείρος, στείρωση, στειρότητα, στειρώνω
|
4
|
στενοχώρια (stenochória)
|
θλίψη, μπελάς, στενοχωρώ, φασαρία
|
4
|
στοιχειοθετώ (stoicheiothetó)
|
set, typeset, θέτω, στοιχίζω
|
4
|
στρείδι (streídi)
|
cockle, istiridye, oyster, stridie
|
4
|
στρόβιλος (stróvilos)
|
turbine, αεριοστρόβιλος, ανεμοστρόβιλος, στρέφω
|
4
|
στωικός (stoïkós)
|
stoic, stoical, Στωϊκός, სტოიკოსი
|
4
|
συγκεχυμένος (sygkechyménos)
|
confused, dizzy, fuzzy, giddy
|
4
|
συζυγία (syzygía)
|
conjugation, syzygy, ζυγός, σύζυγος
|
4
|
συκοφαντία (sykofantía)
|
defamation, slander, συκοφάντης, φαντάζω
|
4
|
συλλογισμός (syllogismós)
|
syllogism, λογισμός, συλλογή, συλλογίζομαι
|
4
|
συμβιβάζω (symvivázo)
|
-βιβάζω, compound, conciliate, reconcile
|
4
|
συμπλέκω (sympléko)
|
complex, μπλέκω, πλέκω, πλέχτηκα
|
4
|
συμπρωταγωνιστής (symprotagonistís)
|
πρωταγωνιστής, συμπρωταγωνιστές, συμπρωταγωνιστή, συμπρωταγωνιστών
|
4
|
συμπυκνώνω (sympyknóno)
|
compact, condense, συμπυκνωμένος, συμπύκνωμα
|
4
|
συμψηφισμός (sympsifismós)
|
compensation, offsetting, set-off, ψήφος
|
4
|
συνίσταμαι (synístamai)
|
consist, συνιστώ, συστήνω, σύσταση
|
4
|
συναγωνίζομαι (synagonízomai)
|
αγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, συν-
|
4
|
συναδελφικότητα (synadelfikótita)
|
camaraderie, comradeship, fellowship, solidarity
|
4
|
συννεφιάζω (synnefiázo)
|
becloud, cloud, συννεφιασμένος, σύννεφο
|
4
|
συρτός (syrtós)
|
sirtaki, syrtos, συρτάκι, σύρω
|
4
|
συστάθηκα (systáthika)
|
συνιστώ, συστήθηκα, συστήνομαι, συστήνω
|
4
|
σχίσιμο (schísimo)
|
cleavage, rent, σκίζω, σχίσμα
|
4
|
τάπα (tápa)
|
tappo, απωμάτιστος, πώμα, طپه
|
4
|
τάσσω (tásso)
|
ndodh, tãxescu, αποτάσσω, εντάσσω
|
4
|
τένοντας (ténontas)
|
tendon, αχίλλειος τένοντας, τένων, τείνω
|
4
|
τέϊον (téïon)
|
thee, thé, τέιο, 茶/derived terms
|
4
|
ταράσσω (tarásso)
|
τάραξα, ταράζω, ταράχθηκα, ταράχτηκα
|
4
|
ταραχή (tarachí)
|
disorder, trouble, turmoil, ταράζω
|
4
|
τελειοποίηση (teleiopoíisi)
|
αρτίωση, τέλειος, τέλος, τελειοποιώ
|
4
|
τετελεσμένος (tetelesménos)
|
ατελείωτος, τελεσμένος, τελούμαι, τελώ
|
4
|
τετρα- (tetra-)
|
τετράωρος, τετραήμερος, ψήφος, ψηφίο
|
4
|
τζιτζιφιά (tzitzifiá)
|
jujube, oleaster, τζίτζιφο, زيزفون
|
4
|
τηλεδιάσκεψη (tilediáskepsi)
|
διασκέπτομαι, συνδιασκέπτομαι, τηλε-, τηλεργασία
|
4
|
τούγλα (toúgla)
|
tegula, tuğla, тула, طوغله
|
4
|
τρίμμα (trímma)
|
breadcrumb, crumb, θρύμμα, τρίβω
|
4
|
τριταγωνιστής (tritagonistís)
|
πρωταγωνιστής, τριταγωνιστές, τριταγωνιστή, τριταγωνιστών
|
4
|
τρούφα (troúfa)
|
chocolate truffle, truffe, truffle, tuber
|
4
|
τρυπητός (trypitós)
|
perforated, τρυπάω, τρυπημένος, τρύπα
|
4
|
τρωγλοδύτης (troglodýtis)
|
troglodyte, wren, δύω, τρωγλοδύτης
|
4
|
τσαρούχι (tsaroúchi)
|
cioareci, tsarouchi, tsãruhi, چاریق
|
4
|
τσότρα (tsótra)
|
ciutură, cotyla, κοτύλη, τσίτσα
|
4
|
υπερασπιστής (yperaspistís)
|
-ιστής, advocate, champion, defender
|
4
|
υπνάκος (ypnákos)
|
-άκος, catnap, nap, snooze
|
4
|
υπνωτικός (ypnotikós)
|
hypnotic, soporific, ηρεμιστικός, καταπραϋντικός
|
4
|
υποδεικνύω (ypodeiknýo)
|
finger, recommend, δεικνύω, υπόδειξη
|
4
|
υπονοούμενο (yponooúmeno)
|
implication, innuendo, nuance, υπονοώ
|
4
|
υπόστρωμα (ypóstroma)
|
bed/translations, substratum, στρώνω, ὑπόστρωμα
|
4
|
υπόχρεος (ypóchreos)
|
obliged, υποχρέωση, υποχρεωτικός, υποχρεώνω
|
4
|
φερέγγυος (feréngyos)
|
αξιόχρεος, αφερέγγυος, εγγυώμαι, φέρω
|
4
|
φευγαλέος (fevgaléos)
|
elusive, furtive, transient, φεύγω
|
4
|
φθηνά (fthiná)
|
for a song, next to nothing, τζάμπα, φθηνός
|
4
|
φθονερός (fthonerós)
|
covetous, envious, invidious, jealous
|
4
|
φιλοδοξία (filodoxía)
|
ambition, aspiration, φιλοδοξία, φιλόδοξος
|
4
|
φλάμμουρος (flámmouros)
|
Flamur, flamur, flamură, flãmburã
|
4
|
φλαμουριά (flamouriá)
|
ash tree, basswood, flamma, linden
|
4
|
φλασκί (flaskí)
|
flasco, flask, μπουκάλι, τσίτσα
|
4
|
φλυαρώ (flyaró)
|
jabber, prattle, κελαηδάω, φλυαρία
|
4
|
φορεσιά (foresiá)
|
φοράω, φόρεμα, فراجه, فرجية
|
4
|
φρούριο (froúrio)
|
castle, fortress, stronghold, φρουρά
|
4
|
φρυγανιέρα (fryganiéra)
|
toaster, κουζίνα, τοστιέρα, φρυγανίζω
|
4
|
φύρδην μίγδην (fýrdin mígdin)
|
higgledy-piggledy, topsy-turvy, άνω κάτω, συμφυρμός
|
4
|
χαχανητό (chachanitó)
|
snigger, χάχανο, χάχας, χαχανίζω
|
4
|
χαϊδευτικό (chaïdeftikó)
|
endearment, sobriquet, term of endearment, χαϊδεύω
|
4
|
χειροπιαστός (cheiropiastós)
|
tangible, απτός, συγκεκριμένος, χειρ
|
4
|
χρεώστης (chreóstis)
|
οφειλέτης, χρεωστώ, χρεώνω, χρωστάω
|
4
|
χρονο- (chrono-)
|
chrono-, χρονοδιάγραμμα, χρονολογία, χρόνος
|
4
|
χρονοτριβή (chronotriví)
|
lag, loitering, τρίβω, χρόνος
|
4
|
χρονοτριβώ (chronotrivó)
|
lag, procrastinate, τρίβω, χρόνος
|
4
|
χότζας (chótzas)
|
hodja, ιμάμης, خواجه, خواجه
|
4
|
ψαρού (psaroú)
|
-ού, fisherman, ψάρι, ψαράς
|
4
|
ψυχαγωγικός (psychagogikós)
|
entertaining, recreational, ψυχαγωγία, ψυχαγωγώ
|
4
|
ων (on)
|
αισώπειος, είμαι, ον, όντας
|
4
|
ωρίμασμα (orímasma)
|
ωρίμανση, ωριμάζω, ωριμότητα, ώριμος
|
4
|
ωραιότατος (oraiótatos)
|
κακάσχημος, πάγκαλος, πανέμορφος, ωραίος
|
4
|
ως εκ τούτου (os ek toútou)
|
thereby, εξού, λοιπόν, τούτος
|
4
|
όλεθρος (ólethros)
|
catastrophe, ανεξολόθρευτος, εξολοθρεύω, ὄλεθρος
|
4
|
όνειδος (óneidos)
|
disgrace, αίσχος, ντροπή, ὄνειδος
|
4
|
ύδρα (ýdra)
|
Ύδρα, βίδρα, ύδωρ, ὕδρα
|
4
|
ύποπτη (ýpopti)
|
suspect, υποψία, υποψιάζομαι, ύποπτος
|
3
|
-άδες (-ádes)
|
-s, -άδα, -άς
|
3
|
-άρες (-áres)
|
-άρα, -άρας, -άρης
|
3
|
-άριο (-ário)
|
-άριος, ανθρωπάριο, σημειωματάριο
|
3
|
-ή (-í)
|
-s, -ия, -ьꙗ
|
3
|
-ίδα (-ída)
|
αγουρίδα, κωλοτρυπίδα, πινακίδα
|
3
|
-ίζομαι (-ízomai)
|
αυνανίζομαι, οσμίζομαι, πειραματίζομαι
|
3
|
-αγός (-agós)
|
άγω, πυραγός, υποπυραγός
|
3
|
-ανός (-anós)
|
-ιανός, αυριανός, ζωντανός
|
3
|
-είoς (-eíos)
|
-είο, -είου, -είων
|
3
|
-ειδής (-eidís)
|
αβγοειδής, αιλουροειδής, ωοειδής
|
3
|
-ιάρης (-iáris)
|
-άρης, -αράς, πουτανιάρης
|
3
|
-ια (-ia)
|
-s, -ιος, ανημπόρια
|
3
|
-λατρία (-latría)
|
-λάτρης, λατρεύω, ξενολατρία
|
3
|
-νομία (-nomía)
|
-nomy, αντινομία, νόμος
|
3
|
-οσύνη (-osýni)
|
καλοσύνη, νοημοσύνη, ντροπαλοσύνη
|
3
|
-ούσα (-oúsa)
|
θεούσα, σαρανταποδαρούσα, χαμηλοβλεπούσα
|
3
|
-πούλα (-poúla)
|
-πουλος, γαλοπούλα, πουλί
|
3
|
-σις (-sis)
|
ανευφήμηση, απενεργοποίηση, αποσύνδεση
|
3
|
-σκόπηση (-skópisi)
|
ακτινοσκόπηση, δημοσκόπηση, ενδοσκόπηση
|
3
|
-τήρι (-tíri)
|
-τήριο, ακουμπιστήρι, ανοιχτήρι
|
3
|
-φαγία (-fagía)
|
-phagy, -φαγία, χορτοφαγία
|
3
|
-φαγος (-fagos)
|
-φάγος, -φάγος, μελισσοφάγος
|
3
|
-φορώ (-foró)
|
κυκλοφορώ, φέρω, φοράω
|
3
|
-ψήφιος (-psífios)
|
μονο-, ψήφος, ψηφίο
|
3
|
grc
|
ασκοειδής, εὔθυμος, Ἀνακτόριος
|
3
|
Άβυδος (Ávydos)
|
Abydos, Ἄβυδος, ꜣbḏw
|
3
|
Αδαμάκης (Adamákis)
|
Adamache, Adamachi, Adămache
|
3
|
Αιμίλιος (Aimílios)
|
Aemilius, Emil, Αἰμίλιος
|
3
|
Ακταίωνας (Aktaíonas)
|
Actaeon, Ακταίων, Ἀκταίων
|
3
|
Αλικαρνασσός (Alikarnassós)
|
Bodrum, Halicarnassus, Ἁλικαρνασσός
|
3
|
Αμφιτρύων (Amfitrýon)
|
Αμφιτρίτη, αμφιτρύωνας, Ἀμφιτρύων
|
3
|
Αντικύθηρα (Antikýthira)
|
Andikitira, Antikythera, Ἀντικύθηρα
|
3
|
Αργείος (Argeíos)
|
Argive, Άργος, Ἀργεῖος
|
3
|
Αργυρόκαστρον (Argyrókastron)
|
Gjirokastër, Gjirokastër, Iurucast
|
3
|
Ασδρούβας (Asdroúvas)
|
Hasdrubal, Ἁσδρούβας, 𐤏𐤆𐤓𐤁𐤏𐤋
|
3
|
Αυρήλιος (Avrílios)
|
Aurelius, Aurelius, Αὐρήλιος
|
3
|
Βάρκη (Várki)
|
Barca, Barqa, Βάρκη
|
3
|
Βαβυλών (Vavylón)
|
Bābilim, Βαβυλών, Βαβυλώνα
|
3
|
Βασίληδες (Vasílides)
|
Άγιοι Βασίληδες, Άγιους Βασίληδες, Βασίλης
|
3
|
Βασιλεία (Vasileía)
|
Basel, Βασίλειος, βασιλεία
|
3
|
Βερενίκη (Vereníki)
|
Veronica, Βερενίκη, Βερόνικα
|
3
|
Βικέντιος (Vikéntios)
|
Vincent, Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Βικέντιος
|
3
|
Βιτάλιος (Vitálios)
|
Vitalijus, Vitalis, Виталий
|
3
|
Βρετανίδα (Vretanída)
|
Briton, Βρετανή, Βρετανία
|
3
|
Βυζάντιο (Vyzántio)
|
Byzantium, Βυζάντιον, υστερο-
|
3
|
Βύβλος (Vývlos)
|
Bible, Byblos, Βύβλος
|
3
|
Γαλιλαία (Galilaía)
|
Galilee, Γαλιλαία, גליל
|
3
|
Γεωργιάδης (Georgiádis)
|
Georgeson, Georgiadis, Gheorghiade
|
3
|
Γιούνηδες (Gioúnides)
|
Ιουνίους, Ιούνηδες, Ιούνιοι
|
3
|
Γιούνης (Gioúnis)
|
Ιούνης, Ιούνιος, Ἰούνιος
|
3
|
Γολγοθάς (Golgothás)
|
Calvary, Golgotha, Γολγοθᾶ
|
3
|
Δαίδαλος (Daídalos)
|
Daedalus, Δαίδαλος, δαιδαλώδης
|
3
|
Δαρείος (Dareíos)
|
Darius, Δαρεῖος, 𐎭𐎠𐎼𐎹𐎺𐎢𐏁
|
3
|
Δημοσθένης (Dimosthénis)
|
Demosthenes, Δήμος, Δημοσθένης
|
3
|
Διονύσιος (Dionýsios)
|
Dionisie, Dionysius, Διονύσιος
|
3
|
Δούκας (Doúkas)
|
Doukas, Duca, δούκας
|
3
|
Εγκέλαδος (Egkélados)
|
Enceladus, earthquake, Ἐγκέλαδος
|
3
|
Εδώμ (Edóm)
|
Edom, אדום, Ἐδώμ
|
3
|
Ελπίδα (Elpída)
|
Hope, ελπίδα, Ἐλπίς
|
3
|
Ενετία (Enetía)
|
Venice, Βενετία, Ἐνετία
|
3
|
Ενετός (Enetós)
|
Βενετός, Ενετοκρατία, Ἐνετός
|
3
|
Επιμηθέας (Epimithéas)
|
Epimetheus, Προμηθέας, Ἐπιμηθεύς
|
3
|
Ερινύες (Erinýes)
|
Erinyes, Fury, Ἐρινύς
|
3
|
Εστία (Estía)
|
Hestia, Vesta, Ἑστία
|
3
|
Ευσέβιος (Efsévios)
|
Eusebius, Εὐσέβιος, ευσεβής
|
3
|
Εφιάλτης (Efiáltis)
|
Ephialtes, Judas, Ἐφιάλτης
|
3
|
Εφραίμ (Efraím)
|
Ephraim, אפרים, Ἐφραίμ
|
3
|
Ζήνων (Zínon)
|
Zeno, Zeno, Ζήνων
|
3
|
Ζαχαρίας (Zacharías)
|
Zachary, Zechariah, Ζαχαρίας
|
3
|
Θάσος (Thásos)
|
Thasos, Θάσος, طاشوز
|
3
|
Θεσσαλονικιά (Thessalonikiá)
|
Thessalonian, Θεσσαλονίκη, θεσσαλονικιώτικος
|
3
|
Θεσσαλονικιός (Thessalonikiós)
|
Thessalonian, Θεσσαλονίκη, θεσσαλονικιώτικος
|
3
|
Θωθ (Thoth)
|
Thoth, Θώθ, ḏḥwtj
|
3
|
Ιβηρία (Iviría)
|
Iberia, ιβηρικός, Ἰβηρία
|
3
|
Ιδουμαία (Idoumaía)
|
Edom, Idumaea, Ἰδουμαία
|
3
|
Ιλλυριός (Illyriós)
|
Illyrian, ιλλυρικός, Ἰλλυριός
|
3
|
Ιουλιανός (Ioulianós)
|
Julian, Julianus, Ἰουλιανός
|
3
|
Ιουστίνος (Ioustínos)
|
Iustinus, Justin, Ἰουστῖνος
|
3
|
Ιουστινιανός (Ioustinianós)
|
Iustinianus, Justinian, Ἰουστινιανός
|
3
|
Ιούδας (Ioúdas)
|
Judas, Judas Iscariot, ιουδαϊσμός
|
3
|
Ισραηλίτης (Israïlítis)
|
Jew, Εβραίος, Ιουδαίος
|
3
|
Ισραηλίτισσα (Israïlítissa)
|
Jew, Εβραία, Ιουδαία
|
3
|
Ιωαννίδης (Ioannídis)
|
Ioanide, Ioannidis, Johnson
|
3
|
Ιωσήφ (Iosíf)
|
Joseph, יוסף, Ἰωσήφ
|
3
|
Κάσος (Kásos)
|
Kassos, Κάσος, قاشوط
|
3
|
Καμβύσης (Kamvýsis)
|
Cambyses, Καμβύσης, 𐎣𐎲𐎢𐎪𐎡𐎹
|
3
|
Καναδέζα (Kanadéza)
|
Canadian, Καναδάς, Καναδή
|
3
|
Καναδέζος (Kanadézos)
|
Canadian, Καναδάς, Καναδός
|
3
|
Καπιτώλιο (Kapitólio)
|
Capitol, Capitoline Hill, Καπιτώλιον
|
3
|
Κεφαλοβρύσιο (Kefalovrýsio)
|
Kefalovrissi, Kefalovrysion, Kefalovryssion
|
3
|
Κικέρων (Kikéron)
|
Cicero, Cicero, Κικέρων
|
3
|
Κνωσός (Knosós)
|
Knossos, Κνωσσός, Κνωσός
|
3
|
Κορίνθιος (Korínthios)
|
2 Corinthians, Corinthian, Κόρινθος
|
3
|
Κρητικιά (Kritikiá)
|
-ιά, Cretan, Κρήτη
|
3
|
Κρητικός (Kritikós)
|
Cretan, Kritikos, Κρήτη
|
3
|
Κυριάκος (Kyriákos)
|
Chirca, Kyriakos, Κυριακή
|
3
|
Λάμπρος (Lámpros)
|
Lambros, Lambru, λαμπρός
|
3
|
Λάτιο (Látio)
|
Latium, Lazio, Λάτιον
|
3
|
Λουδοβίκος (Loudovíkos)
|
Louis, Ludovicus, Լյուդովիկոս
|
3
|
Λουξεμβουργιανών (Louxemvourgianón)
|
Λουξεμβουργιανά, Λουξεμβουργιανή, Λουξεμβουργιανός
|
3
|
Μάνος (Mános)
|
Εμμανουήλ, Μανόλης, Μανώλης
|
3
|
Μέμφις (Mémfis)
|
Memphis, mn-nfr, Μέμφις
|
3
|
Μήλος (Mílos)
|
Milos, Μῆλος, ミロス
|
3
|
Μίδας (Mídas)
|
Midas, Μίδας, Μιδας
|
3
|
Μαία (Maía)
|
Maia, Μαῖα, Πλειάδες
|
3
|
Μανωλάκης (Manolákis)
|
Manolache, Manolachi, Μανώλης
|
3
|
Μανωλιός (Manoliós)
|
Εμμανουήλ, Μανόλης, Μανώλης
|
3
|
Μασσαλιώτης (Massaliótis)
|
Marseillais, Μασσαλία, Μασσαλιώτης
|
3
|
Μαυρογένης (Mavrogénis)
|
Blackbeard, Mavroghene, Mavrogheni
|
3
|
Μεγάλη Ελλάδα (Megáli Elláda)
|
Magna Graecia, Magna Graecia, Μεγάλη Ἑλλάς
|
3
|
Μεσσίας (Messías)
|
Messiah, Μεσσίας, משיחא
|
3
|
Μυτιληνιά (Mytiliniá)
|
Lesbian, Λέσβια, Μυτιλήνη
|
3
|
Νάξος (Náxos)
|
Naxos, Νάξος, نقشه
|
3
|
Ναταλία (Natalía)
|
Natalie, Наталя, Наталія
|
3
|
Νεάπολη (Neápoli)
|
Naples, Neapoli, Νεάπολις
|
3
|
Νικόπολη (Nikópoli)
|
Nicopolis, Νικόπολις, Никополь
|
3
|
Οχτώβρηδες (Ochtóvrides)
|
Οκτωβρίους, Οκτώβρηδες, Οκτώβριοι
|
3
|
Πάρος (Páros)
|
Paros, Αντίπαρος, Πάρος
|
3
|
Πίνδος (Píndos)
|
Pindhos, Pindus, Πίνδος
|
3
|
Παντελεήμων (Panteleḯmon)
|
Pantaleón, Pantelimon, Παντελής
|
3
|
Πεντάτευχος (Pentátefchos)
|
Pentateuch, Torah, πεντάτευχος
|
3
|
Πετρόπουλος (Petrópoulos)
|
-όπουλος, Peterson, Petropolis
|
3
|
Πόντος (Póntos)
|
Pontus, Πόντος, Πόντος
|
3
|
Ραχήλ (Rachíl)
|
Rachel, Ρέιτσελ, Ῥαχήλ
|
3
|
Ρεμένος (Reménos)
|
Aromanian, rãmen, Βλάχος
|
3
|
Ρουαντέζων (Rouantézon)
|
Νοτιοαφρικάνος, Ρουαντέζα, Ρουαντέζος
|
3
|
Σέργιος (Sérgios)
|
Sergius, Sergius, Сергей
|
3
|
Σίμος (Símos)
|
Simo, Simos, Simu
|
3
|
Σαρδηνία (Sardinía)
|
Sardinia, Sardinia, Σαρδώ
|
3
|
Σεβαστός (Sevastós)
|
Sebastian, Sevastos, Σεβαστός
|
3
|
Σιδών (Sidón)
|
Sidon, Σιδών, 𐤑𐤉𐤃𐤍
|
3
|
Σολομών (Solomón)
|
Solomon, Σολομών, שלמה
|
3
|
Σουσάννα (Sousánna)
|
Susan, Susanna, Σουσάννα
|
3
|
Σπύρος (Spýros)
|
Ispir, Spiru, Spiru
|
3
|
Στεφανάκης (Stefanákis)
|
Stefanachi, Ștefănache, Στέφανος
|
3
|
Στεφανία (Stefanía)
|
Stephanie, Στέφανος, στέφω
|
3
|
Σωτήριος (Sotírios)
|
Soter, Soterios, Sotir
|
3
|
Τηλέμαχος (Tilémachos)
|
Telemachus, Τηλέμαχος, τηλέ-
|
3
|
Τιβέριος (Tivérios)
|
Tiberius, Tiberius, Τιβέριος
|
3
|
Τύχη (Týchi)
|
Fortuna, Tyche, Τύχη
|
3
|
Υάκινθος (Yákinthos)
|
Hyacinth, Hyacinthus, Ὑάκινθος
|
3
|
Υρκανία (Yrkanía)
|
Hyrcania, Ὑρκανία, 𐎺𐎼𐎣𐎠𐎴
|
3
|
Φάτα Μοργκάνα (Fáta Morgkána)
|
Fata Morgana, Morgan le Fay, fata Morgana
|
3
|
Φίλιπποι (Fílippoi)
|
Philippi, Φίλιπποι, Φίλιππος
|
3
|
Φαύνος (Fávnos)
|
Faunus, Faunus, Φαῦνος
|
3
|
Φιλαδέλφεια (Filadélfeia)
|
Philadelphia, Νέα Φιλαδέλφεια, Φιλαδέλφεια
|
3
|
Χάρος (Cháros)
|
Charon, death, Χάρων
|
3
|
Ωρίωνας (Oríonas)
|
Ωρίων, Ωρίωνα, Ωρίωνος
|
3
|
Ωσηέ (Osié)
|
Hosea, הושע, Ὡσηέ
|
3
|
άσ' (ás')
|
άσ' τον, άσε, ας
|
3
|
άτρωτος (átrotos)
|
indestructible, invulnerable, άθραυστος
|
3
|
άφθαρτος (áfthartos)
|
incorruptible, indestructible, άθραυστος
|
3
|
άφοβος (áfovos)
|
intrepid, undaunted, έντρομος
|
3
|
άφωνος (áfonos)
|
speechless, φωνάζω, φωνή
|
3
|
άψυχος (ápsychos)
|
inanimate, νεκρός, ψυχή
|
3
|
έκνομος (éknomos)
|
extralegal, illegal, illicit
|
3
|
έκπλους (ékplous)
|
άπαρση, απόπλους, εκπλέω
|
3
|
έλευση (élefsi)
|
advent, έρχομαι, ἔλευσις
|
3
|
έμβολο (émvolo)
|
beak, εμ-, εμβόλιο
|
3
|
έμμεσα (émmesa)
|
implicitly, αποσπόντα, πλάγια
|
3
|
έμφυτος (émfytos)
|
immanent, inbred, innate
|
3
|
έμψυχος (émpsychos)
|
animate, εμ-, ψυχή
|
3
|
έξωση (éxosi)
|
eviction, εξώστης, ξεσπίτωμα
|
3
|
ήη (íi)
|
αποδοτέος, αρνησίθεος, ατημέλητος
|
3
|
αγκιό (agkió)
|
αγκιά, αγκιού, αγκιών
|
3
|
αγοραφοβικός (agorafovikós)
|
agoraphobe, agoraphobic, αγορά
|
3
|
αθανατίζω (athanatízo)
|
απαθανατίζω, αποθανατίζω, θάνατος
|
3
|
αιρώ (airó)
|
αυθαίρετος, αφαιρώ, διαιρώ
|
3
|
αιτιολογημένος (aitiologiménos)
|
justifiable, reasonable, αναιτιολόγητος
|
3
|
ακατάπαυστα (akatápafsta)
|
ακατάπαυστος, ατέλειωτα, ατελείωτα
|
3
|
ακατάσβηστος (akatásvistos)
|
άσβεστος, ακατάσβεστος, σβήνω
|
3
|
ακατόρθωτο (akatórthoto)
|
impossibility, impossible, ακατόρθωτος
|
3
|
ακρότατο (akrótato)
|
extremum, άκρος, ακρότατος
|
3
|
αλατοποθήκη (alatopothíki)
|
αλαταποθήκες, αλαταποθήκης, αλαταποθηκών
|
3
|
αλιζάρι (alizári)
|
alizari, alizari, آلاجهری
|
3
|
αμφίπλευρα (amfíplevra)
|
bilaterally, αμφίπλευρος, αμφοτέρωθεν
|
3
|
αμφισβητημένος (amfisvitiménos)
|
αμφισβητούμαι, αμφισβητώ, αμφισβιτιέμαι
|
3
|
ανέφικτο (anéfikto)
|
impossibility, impossible, ανέφικτος
|
3
|
αναγνωριστικό (anagnoristikó)
|
identifier, name, αναγνωριστικός
|
3
|
αναζωογονημένος (anazoogoniménos)
|
αναγεννημένος, αναζωογονούμαι, αναζωογονώ
|
3
|
αντικαταβάλλω (antikatavállo)
|
αντικαταβολή, βάλλω, καταβάλλω
|
3
|
αντιμετρημένος (antimetriménos)
|
αντιμετριέμαι, αντιμετριούμαι, αντιμετρούμαι
|
3
|
αντιπαραδοσιακός (antiparadosiakós)
|
antitraditional, nontraditional, untraditional
|
3
|
απαγορεύσιμος (apagoréfsimos)
|
απαγορευμένος, απαγορεύω, απαγόρευση
|
3
|
αποβατικό σκάφος (apovatikó skáfos)
|
landing craft, αποβατικός, σκάφος
|
3
|
απογέννι (apogénni)
|
lastborn, αποσπόρι, στερνοπαίδι
|
3
|
αποδομένος (apodoménos)
|
ανταποδομένος, αποδίδομαι, αποδίδω
|
3
|
αποδοσμένος (apodosménos)
|
ανταποδομένος, αποδίδομαι, αποδίδω
|
3
|
αποζούδι (apozoúdi)
|
lastborn, αποσπόρι, στερνοπαίδι
|
3
|
αποκολλημένος (apokolliménos)
|
αποκολλιέμαι, αποκολλώ, αποκολλώμαι
|
3
|
αποξεχασμένος (apoxechasménos)
|
αποξεχνιέμαι, αποξεχνιούμαι, αποξεχνώ
|
3
|
αποπλανημένος (apoplaniménos)
|
αποπλανιέμαι, αποπλανώ, αποπλανώμαι
|
3
|
αποσυμπιέζω (aposympiézo)
|
decompress, unzip, πιέζω
|
3
|
αρβανίτικη (arvanítiki)
|
Arbinishia, Arbinishii, αρβανίτικος
|
3
|
αρνητικό (arnitikó)
|
negative, αρνητικός, ψευδώς αρνητικό
|
3
|
αροτριωμένος (arotrioménos)
|
αροτριούμαι, αροτριώ, αροτριώνω
|
3
|
αρτεσιανό (artesianó)
|
artesian well, αρτεσιανό φρέαρ, αρτεσιανός
|
3
|
ασυνείδητα (asyneídita)
|
unconsciously, ασυνείδητο, ασυνείδητος
|
3
|
ατζαμής (atzamís)
|
cowboy, عجمي, عجمی
|
3
|
ατιμία (atimía)
|
atimy, αίσχος, ἀτιμία
|
3
|
ατσίγγανος (atsínganos)
|
țigan, Αθίγγανος, τσιγγάνος
|
3
|
αυθεντία (afthentía)
|
authority, mastery, αυθεντικός
|
3
|
αυθόρμητος (afthórmitos)
|
arbitrary, off-the-cuff, spontaneous
|
3
|
αυξομειούμενος (afxomeioúmenos)
|
αυξομειωμένος, αυξομειώνομαι, αυξομειώνω
|
3
|
αυτοκαταστρέφομαι (aftokatastréfomai)
|
self-destruct, καταστρέφω, στρέφω
|
3
|
αυτοκινητοπομπή (aftokinitopompí)
|
motorcade, πέμπω, πομπή
|
3
|
αυτονόητος (aftonóitos)
|
intuitive, self-evident, εξυπακούεται
|
3
|
αυτοσχεδιάζω (aftoschediázo)
|
freestyle, improvise, σχεδιάζω
|
3
|
αφαιρέσιμος (afairésimos)
|
removable, αναφαίρετος, αφαιρώ
|
3
|
αφαιρετέος (afairetéos)
|
αναφαίρετος, αφαιρώ, μειωτέος
|
3
|
αφανίζω (afanízo)
|
consume, destroy, eradicate
|
3
|
αφηγητικός (afigitikós)
|
αφήγηση, αφηγήτρια, αφηγητής
|
3
|
αφοσίωση (afosíosi)
|
attachment, devotion, αφοσιώνομαι
|
3
|
αψεγάδιαστος (apsegádiastos)
|
immaculate, ψέγω, ψεγάδι
|
3
|
αϊ- (aï-)
|
άγιος, αϊ-Βασίλης, ενωτικό
|
3
|
βάδισμα (vádisma)
|
carriage, βαδίζω, περπάτημα
|
3
|
βάραθρο (várathro)
|
precipice, βάραθρον, χάσμα
|
3
|
βαθμίδα (vathmída)
|
step, βαθμός, σκαλί
|
3
|
βαθμηδόν (vathmidón)
|
step by step, βαθμός, σταδιακά
|
3
|
βαθμιαία (vathmiaía)
|
gradually, βαθμιαίος, σταδιακά
|
3
|
βαμμένος (vamménos)
|
dyed, αιματοβαμμένος, βάφω
|
3
|
βαρίδι (varídi)
|
αντίβαρο, αντίρροπο, βάρος
|
3
|
βαρβαρότητα (varvarótita)
|
atrocity, βάρβαρος, βαρβαρισμός
|
3
|
βαρύαυλος (varýavlos)
|
φαγκοτίστα, φαγκοτίστας, φαγκότο
|
3
|
βασίλεμα (vasílema)
|
βασιλεύω, βασιλιάς, ηλιοβασίλεμα
|
3
|
βασιλιάς των ζώων (vasiliás ton zóon)
|
king of beasts, βασιλιάς, ζώο
|
3
|
βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (vgázo ta kástana apó ti fotiá)
|
pull someone's chestnuts out of the fire, tirer les marrons du feu, κάστανο
|
3
|
βδελυρός (vdelyrós)
|
αηδής, αηδιαστικός, βδέλυγμα
|
3
|
βεβηλώνω (vevilóno)
|
defile, desecrate, profane
|
3
|
βηματισμός (vimatismós)
|
gait, step, βήμα
|
3
|
βιντεοκασέτα (vinteokaséta)
|
videocassette, videotape, κασέτα
|
3
|
βιο- (vio-)
|
bio-, βιοποικιλότητα, βιόσφαιρα
|
3
|
βλαστάρι (vlastári)
|
βλασταίνω, βλαστός, φιντάνι
|
3
|
βομβίνος (vomvínos)
|
bumblebee, βόμβος, μπάμπουρας
|
3
|
βομβαρδισμός (vomvardismós)
|
bombing, βομβαρδίζω, βόμβα
|
3
|
βουίζω (vouízo)
|
hum, roar, αντιβουίζω
|
3
|
βουδισμός (voudismós)
|
-ισμός, Buddhism, Βούδας
|
3
|
βουκέντρα (voukéntra)
|
goad, üvendire, اوكندره
|
3
|
βουνί (vouní)
|
ακροβούνι, βουνοκορφή, βουνό
|
3
|
βουτυροκομείο (voutyrokomeío)
|
-κομείο, βουτυροκομία, βούτυρο
|
3
|
βουτυροκόμος (voutyrokómos)
|
-κόμος, βουτυροκομία, βούτυρο
|
3
|
βραδύτητα (vradýtita)
|
slowness, βραδυ-, βραδυτής
|
3
|
βραχνός (vrachnós)
|
hoarse, husky, χοντρός
|
3
|
βρομιάρης (vromiáris)
|
βρομάω, βρόμη, βρόμικος
|
3
|
βρυσομάνα (vrysomána)
|
fountainhead, βρύση, πηγή
|
3
|
βρωμιάρης (vromiáris)
|
pig, κάθαρμα, καθίκι
|
3
|
βρωμο- (vromo-)
|
bloody, βρομο-, βρωμοθήλυκο
|
3
|
βρόγχος (vrónchos)
|
bronchus, net, βρογχίτιδα
|
3
|
βρώμικη (vrómiki)
|
βρόμικη, βρόμικια, βρώμικος
|
3
|
βρώμικης (vrómikis)
|
βρόμικης, βρόμικιας, βρώμικος
|
3
|
βόλη (vóli)
|
βέλος, τοξοβολία, τόξο
|
3
|
βόρβορος (vórvoros)
|
mire, mud, αποβορβόρωση
|
3
|
βύνη (výni)
|
malt, βύνη, κριθάρι
|
3
|
γάντζα (gántza)
|
ganzo, γάντζος, قانجه
|
3
|
γάρο (gáro)
|
joint, μπάφος, τσιγαριλίκι
|
3
|
γέννημα (génnima)
|
γέννηση, γεννάω, φαντασία
|
3
|
γέροντας (gérontas)
|
old man, γέρων, γεροντότερος
|
3
|
γαβάθα (gavátha)
|
bowl, γαβάθα, قاوطه
|
3
|
γαιάνθρακας (gaiánthrakas)
|
coal, άνθρακας, κάρβουνο
|
3
|
γαλαζοπράσινος (galazoprásinos)
|
grue, γαλαζοπράσινο, τιρκουάζ
|
3
|
γδύνω (gdýno)
|
undress, δύω, ἐκδύω
|
3
|
γεια μας (geia mas)
|
cheers, γεια, εβίβα
|
3
|
γεννητικός (gennitikós)
|
genital, γεννάω, προγεννητικός
|
3
|
γεωγραφικό ύψος (geografikó ýpsos)
|
γεωγραφικό, γεωγραφικός, ύψος
|
3
|
για κάθε ενδεχόμενο (gia káthe endechómeno)
|
just in case, on the safe side, καλού-κακού
|
3
|
για να (gia na)
|
in order to, that, για
|
3
|
γιαχνί (giachní)
|
yakhni, یخنی, یخنی
|
3
|
γιγάντιος (gigántios)
|
γίγαντας, πελώριος, τεράστιος
|
3
|
γιούλι (gioúli)
|
βιολέτα, μενεξές, υάκινθος
|
3
|
γκιό (gkió)
|
γκιά, γκιού, γκιών
|
3
|
γλίστρημα (glístrima)
|
skid, slip, γλιστράω
|
3
|
γλυκαιμία (glykaimía)
|
glycemia, γλυκο-, γλυκός
|
3
|
γλυκατζής (glykatzís)
|
sweet tooth, γλυκο-, γλυκός
|
3
|
γλυκοκοιτάζω (glykokoitázo)
|
ogle, κοιτάζω, κοιτάω
|
3
|
γλυκόπικρος (glykópikros)
|
bittersweet, γλυκο-, γλυκός
|
3
|
γλυκύτητα (glykýtita)
|
sweetness, γλυκός, γλύκα
|
3
|
γοητευτικός (goïteftikós)
|
enchanting, γοητεία, ελκυστικός
|
3
|
γοφάρι (gofári)
|
bluefish, lüfer, لوفر
|
3
|
γραφτό (graftó)
|
γραπτό, γραφτός, μοίρα
|
3
|
γυμνάζομαι (gymnázomai)
|
train, work out, γυμνάζω
|
3
|
γυναικάς (gynaikás)
|
-άς, Don Juan, womanizer
|
3
|
γυρισμένος (gyrisménos)
|
γυρίζομαι, γυρνάω, γυρνιέμαι
|
3
|
γόης (góis)
|
sheik, γητεύω, γοητεύω
|
3
|
δέκα χιλιάδες (déka chiliádes)
|
ten thousand, ͵Ι, μύριοι
|
3
|
δίδαγμα (dídagma)
|
lesson, teaching, διδάσκω
|
3
|
δίκοπος (díkopos)
|
double-edged, κοπή, κόβω
|
3
|
δίλημμα (dílimma)
|
conundrum, dilemma, λήμμα
|
3
|
δίμιτο (dímito)
|
dimie, δίμιτον, دیمی
|
3
|
δαιμονοποιώ (daimonopoió)
|
demonize, δαιμονοποίηση, δαιμονοποιήσεις
|
3
|
δασμολογώ (dasmologó)
|
tariff, αδασμολόγητος, δασμός
|
3
|
δεκαεξαδικό (dekaexadikó)
|
hex, hexadecimal, δεκαεξαδικός
|
3
|
δελεαστικός (deleastikós)
|
seductive, tempting, δελεάζω
|
3
|
δετός (detós)
|
άδετος, δένω, λυτός
|
3
|
δεόντως (deóntos)
|
properly, δέω, δέων
|
3
|
δηλ. (dil.)
|
i.e., viz., δηλαδή
|
3
|
δημοσιονομικός (dimosionomikós)
|
financial, fiscal, δημόσιος
|
3
|
δημοσιοποίηση (dimosiopoíisi)
|
έκδοση, δημοσίευση, δημόσιος
|
3
|
δημοσιότητα (dimosiótita)
|
limelight, publicity, δημόσιος
|
3
|
δημοσκόπος (dimoskópos)
|
pollster, δήμος, δημοσκόπηση
|
3
|
δηνάριον (dinárion)
|
dinero, dinero, δηνάριον
|
3
|
διάβημα (diávima)
|
act, démarche, overture
|
3
|
διάνοια (diánoia)
|
brain, mind, διάνοια
|
3
|
διαβεβαίωση (diavevaíosi)
|
vow, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσεις
|
3
|
διαβολικός (diavolikós)
|
devilish, impish, κακός
|
3
|
διαδοχικά (diadochiká)
|
in turn, successively, διαδοχικός
|
3
|
διαδοχική διερμηνεία (diadochikí diermineía)
|
consecutive interpreting, διαδοχικός, διερμηνεία
|
3
|
διαιρέτης (diairétis)
|
divisor, διαιρώ, μειωτέος
|
3
|
διακηρύσσω (diakirýsso)
|
assert, δηλώνω, κηρύσσω
|
3
|
διακοσμημένος (diakosmiménos)
|
αδιακόσμητος, διακοσμώ, ποικίλος
|
3
|
διαλείπων (dialeípon)
|
discontinuous, intermittent, λείπω
|
3
|
διαλεκτική (dialektikí)
|
διάλεξη, διαλέγομαι, διαλεκτικός
|
3
|
διαλογή (dialogí)
|
triage, διαλέγω, διαλογή
|
3
|
διαλογικός (dialogikós)
|
discursive, interactive, διαλέγομαι
|
3
|
διαμαρτύρομαι (diamartýromai)
|
expostulate, protest, remonstrate
|
3
|
διαμοιρασμένος (diamoirasménos)
|
διαμοιράζομαι, διαμοιράζω, μοιρασμένος
|
3
|
διαπρεπής (diaprepís)
|
eminent, prominent, διαπρέπω
|
3
|
διαστρωμάτωση (diastromátosi)
|
layering, stratification, στρώνω
|
3
|
διασυνδέω (diasyndéo)
|
network, δέω, συνδέω
|
3
|
διαταραχή (diatarachí)
|
disorder, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ταράζω
|
3
|
διαχρονικός (diachronikós)
|
diachronic, timeless, χρόνος
|
3
|
διβάνι (diváni)
|
dywʾn', دیوان, دیوان
|
3
|
διεθνής κοινότητα (diethnís koinótita)
|
international community, διεθνής, κοινότητα
|
3
|
διερευνώ (dierevnó)
|
scan, αδιερεύνητος, ερευνάω
|
3
|
διευθέτηση (diefthétisi)
|
adjustment, disposition, settlement
|
3
|
διευθετώ (diefthetó)
|
adjust, θέτω, ρυθμίζω
|
3
|
δικαιοδοσία (dikaiodosía)
|
jurisdiction, αναρμοδιότητα, αρμοδιότητα
|
3
|
διμερής (dimerís)
|
duplex, μονομερής, πολυμερής
|
3
|
διορθωτικό (diorthotikó)
|
corrigendum, διορθώνω, διόρθωση
|
3
|
διχειλικός (dicheilikós)
|
bilabial, χείλος, χειλοϋπερωικός
|
3
|
διψομανία (dipsomanía)
|
dipsomania, δίψα, μεθυσμένος
|
3
|
διωγμός (diogmós)
|
αποδιωγμός, διώκω, διώχνω
|
3
|
δοκιμαστική (dokimastikí)
|
δοκιμαστικός, οδήγηση, πτήση
|
3
|
δοκιμαστικό (dokimastikó)
|
δοκιμή, δοκιμαστικό σωλήνα, δοκιμαστικός
|
3
|
δολοπλοκία (doloplokía)
|
conspiracy, intrigue, machination
|
3
|
δριμύς (drimýs)
|
acid, acrid, pungent
|
3
|
δρομάκι (dromáki)
|
alley, ρούγα, σοκάκι
|
3
|
δρομέας (droméas)
|
cursor, rotor, runner
|
3
|
δρόσος (drósos)
|
dew, δροσόπαγος, δρόσος
|
3
|
δυσδιάκριτος (dysdiákritos)
|
dim, αμυδρός, ευδιάκριτος
|
3
|
δωδεκάθεο (dodekátheo)
|
δωδεκαθεϊσμός, δωδεκαθεϊστής, δωδεκαθεϊστικός
|
3
|
δωροληψία (dorolipsía)
|
bribe, bribery, δώρο
|
3
|
δόλιος (dólios)
|
treacherous, underhanded, δολιοφθορά
|
3
|
δύσθυμος (dýsthymos)
|
άκεφος, δυσθυμία, κεφάτος
|
3
|
δύσχρηστος (dýschristos)
|
άχρηστος, ανάποδος, δύσχρ.
|
3
|
εγγεγραμμένος (engegramménos)
|
incircle, εγ-, εγγράφω
|
3
|
εγγράψιμος (engrápsimos)
|
cyclic, γράφω, εγγράφω
|
3
|
εγκαρτέρηση (egkartérisi)
|
resignation, καρτερώ, υπομονή
|
3
|
εγκαρτερώ (egkarteró)
|
endure, suffer, καρτερώ
|
3
|
εγκαταλελειμμένος (egkataleleimménos)
|
abandoned, forlorn, εγκαταλείπω
|
3
|
εγκλιματίζω (egklimatízo)
|
inure, ανεγκλιμάτιστος, εγκλιματισμός
|
3
|
εισδύω (eisdýo)
|
δύω, παρεισέφρησα, παρεισφρέω
|
3
|
εισερχόμενος (eiserchómenos)
|
inbound, εισέρχομαι, ερχόμενος
|
3
|
εκ νέου (ek néou)
|
anew, once again, επανιδρύω
|
3
|
εκατονταετής (ekatontaetís)
|
centenarian, centenary, εκατό
|
3
|
εκατονταετηρίδα (ekatontaetirída)
|
centennial, εκατονταετία, εκατό
|
3
|
εκδικούμαι (ekdikoúmai)
|
avenge, revenge, ανταδικώ
|
3
|
εκθέτης (ekthétis)
|
index, superscript, εκθέτω
|
3
|
εκκινώ (ekkinó)
|
boot, fire up, ενεργοποιώ
|
3
|
εκλεκτή (eklektí)
|
chosen one, elect, the one
|
3
|
εκλιπών (eklipón)
|
deceased, departed, νεκρός
|
3
|
εκλογέας (eklogéas)
|
εκλέγω, ψηφοφορία, ψηφοφόρος
|
3
|
εκνευρίζω (eknevrízo)
|
irritate, εκνευρισμένος, θυμώνω
|
3
|
εκπληρωμένος (ekpliroménos)
|
fulfilled, εκπληρώνομαι, εκπληρώνω
|
3
|
εκρηκτικά (ekriktiká)
|
έκρηξη, δυναμίτης, εκρηκτικός
|
3
|
εκροή (ekroḯ)
|
outflow, εισροή, εκρέω
|
3
|
εκσπερματισμός (ekspermatismós)
|
εκσπερμάτιση, εκσπερμάτωση, εκσπερματίζω
|
3
|
εκτροπή (ektropí)
|
aberration, diversion, εκτρέπω
|
3
|
εκφραστικός (ekfrastikós)
|
expressive, phrasal, εκφράζω
|
3
|
εκχώρηση (ekchórisi)
|
concession, settlement, εκχωρώ
|
3
|
ελίσσομαι (elíssomai)
|
maneuver, snake, wind/translations
|
3
|
ελαιοτριβείο (elaiotriveío)
|
-είο, ελιά, τρίβω
|
3
|
ελαστικός (elastikós)
|
lax, resilient, λάστιχο
|
3
|
ελευθέριος (elefthérios)
|
liberal, licentious, ελευθερία
|
3
|
ελικοειδής (elikoeidís)
|
helical, spiral, οφιοειδής
|
3
|
εμβάζω (emvázo)
|
έμβασμα, βάζω, εμβατήριο
|
3
|
εμμονή (emmoní)
|
obsession, έμμονος, εμ-
|
3
|
εμπροσθοφυλακή (emprosthofylakí)
|
forefront, vanguard, εμπρός
|
3
|
εμψυχώνω (empsychóno)
|
αναψυχώνω, εμ-, ψυχή
|
3
|
εν λευκώ (en lefkó)
|
εν, λευκός, λευκώ
|
3
|
εν πλω (en plo)
|
aboard, on board, εν
|
3
|
εν συντομία (en syntomía)
|
in a nutshell, in short, εν
|
3
|
εναλλάσσω (enallásso)
|
εναλλάξ, εναλλαγή, εναλλακτικός
|
3
|
ενδείκνυμαι (endeíknymai)
|
ένδειξη, αντενδείκνυμαι, δεικνύω
|
3
|
ενενηκοστός (enenikostós)
|
ένατος, ενενήντα, Ϟ΄
|
3
|
εννοιοκρατία (ennoiokratía)
|
conceptualism, έννοια, εννοώ
|
3
|
εννοιολογικός (ennoiologikós)
|
conceptual, έννοια, εννοώ
|
3
|
ενοικιαστήριο (enoikiastírio)
|
ένοικος, ενοικίαση, ενοικιαστής
|
3
|
ενορία (enoría)
|
enorie, enurii, parish
|
3
|
ενοχλημένος (enochliménos)
|
annoyed, ενοχλούμαι, ενοχλώ
|
3
|
ενστικτώδης (enstiktódis)
|
instinctive, spontaneous, ένστικτο
|
3
|
ενταφιάζω (entafiázo)
|
bury, earth, θάβω
|
3
|
εντείνω (enteíno)
|
intensify, step up, τείνω
|
3
|
εντευκτήριο (entefktírio)
|
chamber, haunt, resort
|
3
|
εντιμότητα (entimótita)
|
fairness, honesty, έντιμος
|
3
|
ενόργανη γυμναστική (enórgani gymnastikí)
|
γυμνάστρια, γυμναστής, γυμναστική
|
3
|
εξάψαλμος (exápsalmos)
|
harangue, ψάλλω, ψαλμός
|
3
|
εξέχω (exécho)
|
project, έχω, ἐξέχω
|
3
|
εξαίσιος (exaísios)
|
exquisite, έξοχος, γαμάτος
|
3
|
εξαθλίωση (exathlíosi)
|
degradation, impoverishment, απαθλίωση
|
3
|
εξασφάλιση (exasfálisi)
|
safeguard, safeguarding, εξασφαλίζω
|
3
|
εξερεύνηση (exerévnisi)
|
exploration, εξερευνώ, ερευνάω
|
3
|
εξευτελίζω (exeftelízo)
|
abase, debase, ντροπιάζω
|
3
|
εξομολογώ (exomologó)
|
confess, εξομολογητής, ομολογώ
|
3
|
εξουσιοδοτημένος (exousiodotiménos)
|
licensed, ανεξουσιοδότητος, αυθαίρετος
|
3
|
εξω- (exo-)
|
έξω, εξωπραγματικός, εσω-
|
3
|
επάρατος (epáratos)
|
accursed, loathsome, καταραμένος
|